Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Η χρεοκοπία της μπάλας ...

Στο ελληνικό ποδόσφαιρο, το παιχνίδι και οι φίλαθλοι είναι οι κοµπάρσοι, ενώ οι παράγοντες, οι προεδράρες, οι µεσάζοντες και οι διαιτητές είναι οι πρωταγωνιστές.
Λέγανε κάποτε πως κάθε λαός καθρεφτίζει κάτι από τον εθνικό του χαρακτήρα στον τρόπο που παίζει ποδόσφαιρο: οι Βραζιλιάνοι παίζουν σαν να χορεύουν, οι Γάλλοι σαν να ανοίγουν σαµπάνια, οι Αγγλοι σαν να κάνει έφοδο το πεζικό στα χαρακώµατα, µε ηρωισµό και αυταπάρνηση αλλά χωρίς σκέψη, οι Ιταλοί µε πολύ µυαλό και τακτική, µα ελάχιστη φυσική δύναµη ή ταλέντο, οι Αργεντίνοι µε σολίστες, οι Γερµανοί χωρίς σολίστες, αλλά µε µέθοδο, πείσµα και οµαδικότητα. Και ούτω καθ’ εξής.

Ολα αυτά, κι αν είχαν κάποτε κάποια δόση αλήθειας, έχουν ελάχιστη αξία στην εποχή της παγκοσµιοποίησης όπου τα εθνικά στυλ αναµειγνύονται σε οµάδες πολυεθνικές και το παιχνίδι (µε εξαιρέσεις που ευφραίνουν τη φίλαθλο καρδία, όπως η περίπτωση της Μπαρτσελόνα) οµογενοποιείται σε καταθλιπτικά συστήµατα, που στηρίζονται στη στατιστική και όχι στην έµπνευση, στους παίκτες - εργαλεία κι όχι στην έκλαµψη του ταλέντου. Αλλά αν η «εθνικότητα» του στυλ έχει χαθεί, ο τρόπος που µια κοινωνία οργανώνει, εκµεταλλεύεται, καταναλώνει το θείο σπορ, καθρεφτίζει κάτι από τον κυρίαρχο κοινωνικό τόνο. Στην Αγγλία,για παράδειγµα, του απορρυθµισµένου, νεοφιλελεύθερου οικονοµικού µοντέλου, το ποδόσφαιρο πλούτισε απότοµα, πληµµύρισε ρώσους µαφιόζους και σεΐχηδες, και στα γήπεδα δεν δίνουν τον τόνο οι προλετάριοι στους οποίους ανήκε ιστορικά το σπορ, αλλά εύποροι αστοί, µε ακριβά εισιτήρια διαρκείας. Στη Γαλλία και τη Γερµανία, αντίθετα, όπου µε τα δόντια κρατιέται στη ζωή κάτι από το µεταπολεµικό κοινωνικό συµβόλαιο, το ποδόσφαιρο θυµίζει ακόµη κάτι από τη λαϊκή του παράδοση.
Αν λοιπόν το ποδόσφαιρο, όχι ως στυλ παιχνιδιού πια, αλλά ως µοντέλο οργάνωσης και ως κουλτούρα, αποτελεί ένα είδος κοινωνικού καθρέφτη, το κοινωνικό είδωλο που µας στέλνει πίσω το ελληνικό ποδόσφαιρο θα έπρεπε χρόνια τώρα να έχει εκληφθεί ως ένα εκκωφαντικό σήµα κινδύνου. Γιατί είναι φανερό, σε όποιον έχει µάτια και βλέπει,πως στο ελληνικό µοντέλο ποδοσφαίρου, χρόνια τώρα, το παιχνίδι, οι παίκτες και οι φίλαθλοι είναι οι κοµπάρσοι, ενώ οι παράγοντες, οι προεδράρες, οι µεσάζοντες και οι διαιτητές είναι οι πρωταγωνιστές και το «στηµένο» παιχνίδι, ο «µιληµένος» διαιτητής, η κάµψη των κανόνων στα µέτρα τού κατά καιρούς ισχυρού, εκείνου που ελέγχει τα «κόζα», αποτελεί κανόνα και όχι εξαίρεση.
Η κατάσταση είναι γνωστή και χιλιοειπωµένη: είµαστε η µόνη χώρα στον κόσµο όπου εκδίδονται 20 καθηµερινές αθλητικές εφηµερίδες, που πουλάνε οπαδιλίκι σε ένα κοινό που δεν γεµίζει καν τα γήπεδα. Η µόνη χώρα στην Ευρώπη, όπου οι κανονικοί άνθρωποι κάνουν προσευχή και διαθήκη πριν ξεκινήσουν για το µατς, και όπου ακόµη και ένας αγώνας µπάσκετ, σε κλειστό γήπεδο, δίχως φιλάθλους θεωρείται επικίνδυνο να διεξαχθεί. Η µόνη χώρα όπου θέµα συζήτησης πριν και µετά κάθε αγωνιστική δεν είναι οι αγώνες οι ίδιοι αλλά οι διαιτησίες, η µόνη χώρα όπου οι παράγοντες του ποδοσφαίρου θεωρούνται σηµαντικότεροι από τους αθλητές. Η µόνη χώρα όπου οι καταγγελίες για στηµένα παιχνίδια («διπλό στο ηµίχρονο, άσος τελικό»), για «παράγκες» µαφιόζων που ορίζουν από το ποιος θα πάρει το πρωτάθληµα µέχρι ποιος θα ανέβει από το τοπικό στην ερασιτεχνική κατηγορία, και για διαιτητές που παίρνουν οδηγίες να µοιράσουν τα σπόρια, πέφτουν βροχή, χωρίς, διαχρονικά, την παραµικρή συνέπεια, χωρίς κανείς να τιµωρείται αθλητικά (όπως στην Ιταλία, όπου µια µεγάλη οµάδα, η Γιουβέντους έπεσε στη δεύτερη εθνική) ή ποινικά (όπως στη Γερµανία, όπου ένας διαιτητής βρέθηκε πίσω από τα σίδερα).
Αν το ποδόσφαιρο, λοιπόν, ως κοινωνικό δράµα και ως επιχειρηµατική δραστηριότητα, είναι ένας καθρέφτης, φαίνεται πως αντανακλά τέλεια το κυρίαρχο οικονοµικό µοντέλο στη χώρα. Οπου οι κανόνες δεν έχουν σηµασία, ο ανταγωνισµός δεν υπόκειται σε ρύθµιση, το προϊόν δεν έχει σηµασία, µόνον η εφήµερη επικράτηση µε κάθε µέσο και δίχως ηθική αναστολή, οι µετέχοντες του ανταγωνισµού δεν συµµερίζονται κοινή κουλτούρα και δεν προασπίζονται ένα ωφέλιµο για όλους κοινό πλαίσιο. Κι όπου ο νόµος του ισχυρού (του πονηρού, του επιτήδειου, του δικτυωµένου...) είναι ο µόνος κανόνας του παιχνιδιού.
Το µοντέλο αυτό χρεοκόπησε (και µας χρεοκόπησε). Και όχι µόνο στα ποδοσφαιρικά γήπεδα...


Το «στηµένο» παιχνίδι, ο «µιληµένος» διαιτητής, η κάµψη των κανόνων στα µέτρα τού κατά καιρούς ισχυρού, εκείνου που ελέγχει τα «κόζα», αποτελεί κανόνα στο ελληνικό ποδόσφαιρο
Του Πάυλου Τσίμα
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: