Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Άγιος Νικόλαος Πλανάς (1851 – 1932)

Ο Νικόλαος Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από εύπορη και ευσεβή οικογένεια. Ο πατέρας του, Ιωάννης Πλανάς, είχε ένα εμπορικό καΐκι και η μητέρα του, Αυγουστίνα Μελισσουργού, ήταν κόρη του ιερέα Γεωργίου Μελισσουργού. Ο μικρός Νικόλας ανατράφηκε σε χριστιανικό περιβάλλον και βοηθούσε στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα τον παππού του, από τον οποίον έμαθε τα πρώτα γράμματα.
Μετά τον θάνατο του πατέρα του και σε ηλικία 14 ετών ήλθε με τη μητέρα του και την αδελφή του στην Αθήνα. Στα 17 του νυμφεύθηκε, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, την Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα. Χήρευσε όμως νωρίς, καθώς η σύζυγός του πέθανε μόλις γεννήθηκε το παιδί τους, ο Γιαννάκης, που το μεγάλωσε μόνος του...Στη συνέχεια αφοσιώθηκε στην εκκλησία και στις 28 Ιουλίου 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό Μεταμορφώσεως της Πλάκας. Μετά από πέντε χρόνια, στις 2 Μαρτίου 1884, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος στο ταπεινό εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι, όπου έψελναν δύο πασίγνωστοι Έλληνες συγγραφείς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Ο πατέρας Νικόλαος ιερουργούσε κάθε Κυριακή στους ναούς του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού (οδός Καλλιρρόης) και του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου του λεγομένου «Κυνηγού», στη σημερινή οδό Βουλιαγμένης. Τις καθημερινές λειτουργούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου, όπου οι αγρυπνίες του άφησαν εποχή και προσήλκυαν τον πνευματικό κόσμο της πρωτεύουσας, ειδικά όταν στο ψαλτήρι βρισκόταν το δίδυμο Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη. Οι δύο συγγραφείς σε κείμενά τους έχουν εξάρει την απλότητα, την ταπεινότητα και την αγιοσύνη του πατέρα Νικόλα. Έχουν αναφερθεί μαρτυρίες παιδιών ότι τον έβλεπαν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μεταρσιωμένο να στέκεται υπεράνω της γης.

Ο παπα-Νικόλας ζούσε λιτά, σχεδόν ασκητικά. Του αρκούσε για τροφή λίγο ψωμί και λίγα χόρτα, τα οποία συνέλεγε ο ίδιος, και κάποιες φορές, λίγο γάλα που του πρόσφεραν βοσκοί στην ερημική τότε περιοχή του Αϊ-Γιάννη. Βοηθούσε τους φτωχούς ενορίτες του, ακόμη και από το υστέρημά του. Είναι αμέτρητα τα θαύματά του, σύμφωνα με μαρτυρίες. Θεράπευε ασθενείς, απομάκρυνε δαιμόνια, προέλεγε το μέλλοντα, έλυνε δύσκολα θέματα, συμβούλευε πρεπόντως.
Την Κυριακή του Ασώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932, ο παπα-Νικόλας λειτούργησε για τελευταία φορά στον Άγιο Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Μετά τη Θεία Λειτουργία έχασε τις αισθήσεις του και στις 2 Μαρτίου 1932 αποδήμησε εις Κύριον, σε ηλικία 82 ετών. Το επόμενο πρωί το λείψανό του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα επί τριήμερο στον ναό του Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένη. Χιλιάδες λαού κατέφθασαν από κάθε σημείο του λεκανοπεδίου Αττικής για να αποχαιρετήσουν τον σύγχρονο Άγιο. Η κηδεία του έγινε στις 5 Μαρτίου, παρουσία πλήθους κόσμου και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, ο οποίος εκφώνησε τον επικήδειον λόγον.
Στις 29 Αυγούστου του 1992, τα λείψανα του Νικολάου Πλανά τοποθετήθηκαν σε ασημένια λάρνακα, που βρίσκεται στο δεξιό κλίτος του ναού του Αγίου Ιωάννη της οδού Βουλιαγμένης. Τον ίδιο χρόνο η Ορθόδοξη Εκκλησία ανακήρυξε Άγιο τον Νικόλαο Πλανά, με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Η μνήμη του τιμάται την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου.

Απολυτίκιον
Τας του πλάνου παγίδας εκφυγών, ιερώτατε, απλανῶς επορεύθης δια βίου, πατὴρ ημών, Νικόλαε αοίδιμε Πλανά, ουράνια χαρίσματα λαβών, αγρυπνίαις και νηστείαις, ιερουργών οσίως τω Κυρίῳ σου. Όνπερ καθικετεύων εκτενῶς, Νάξιον ιεράτευμα, πρέσβευε δωρηθῆναι καὶ ημίν το θείον έλεος.
Κοντάκιον
Εν παντί έθνει, καιρώ και χρόνω Θεός αμάρτυρον ουκ αφήκεν Αυτού την θείαν δόξαν και την θειότητα τους δε όντας αγίους εν τη γη αυτού και Πλανάν τον Νικόλαον εδόξασε και ημίν εδωρήσατο πρεσβευτήν, πατέρα και θερμόν εν ανάγκαις αντιλήπτορα.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις, του Προδρόμου δούλος πιστός, των αγρυπνιών τε ο εργάτης ο θαυμαστός, χαίροις, εκκλησίας προφήτου Ελισσαίου το σέμνωμα και δόξα, πάτερ Νικόλαε!

Σχετικά
Το 1984, κυκλοφόρησε ο βίος του παπα-Νικόλα Πλανά, από το πνευματικό του τέκνο, τη μοναχή Μάρθα (Ουρανία Παπαδοπούλου). Το βιβλίο με τίτλο «Ο Άγιος παπα-Νικόλας Πλανάς: Ο απλοϊκός ποιμήν των απλών προβάτων», με πρόλογο του Φώτη Κόντογλου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αστήρ.

Στο διήγημά του Τραγούδια του Θεού (1908), ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αναφέρεται στον παπα-Νικόλα Πλανά να ιερουργεί με ξεχωριστό τρόπο στην κηδεία της «μικράς κορασίδας Κούλας»:


…Μετά τρείς ημέρας την προεπέμπομεν εις τον τάφον. Οι επαγγελματικοί ιερείς κι οι ψάλται έψαλλον τὰ κατὰ συνθήκην, από την «Άμωμον ὁδὸν» έως τον «Τελευταίον ασπασμόν». Μόνος ο παπα-Νικόλας από τον Ἁι-Γιάννη του Αγροῦ, ὁ Ναξιώτης, εφαίνετο ότι έπιανε χωριστὴν ακολουθίαν, εμουρμούριζε μέσα του, καὶ τα όμματά του εφαίνοντο δακρυσμένα.

― Τι μουρμουρίζεις, παπά; του είπα, από το όπισθεν του στασιδίου, όπου είχεν ἀκουμβήσει.
― Λέγω την ακολουθίαν των Νηπίων μέσα μου, είπεν ο παπα-Νικόλας. Εις αυτὸ το άκακον αρμόζει η κηδεία των νηπίων.

Τῳόντι και εγώ με όλον τον πόνον και τὰ δάκρυά μου, είχα αναλογισθῆ ἐκείνην την στιγμὴν την ακολουθίαν τῶν Νηπίων. Καὶ ακουσίως έλεγα μέσα μου τα τραγούδια του Θεοῦ: «των του κόσμου ηδέων αναρπασθὲν άγευστον» και «ως καθαρόν, Δέσποτα, στρουθίον προς καλιὰς επουρανίους έσωσας» και «του Αβραάμ, ἐν κόλποις σε, εν τόποις ανέσεως, ένθα το ύδωρ εστὶ το ζων, τάξαι σε Χριστὸς ο δι᾿ ημάς νηπιάσας» καὶ «οις αριθμοίς το πλάσμα σου, νήπιον φοιτήσαν τανύν προς σε»...

Το 1896 σε άρθρο του με τίτλο Ιερείς των Πόλεων και Ιερείς των Χωρίων ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στην προσωπικότητα του Αγίου Νικολάου Πλανά:


…Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων υπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι και αγαθοί, εις τας πόλεις και εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί, ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. Ας μην εκφωνούσι λόγους. Ηξεύρουσιν αυτοί άλλον τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον. Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκώτερος των ανθρώπων. Διά πάσαν ιεροπραξίαν αν τού δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν τού δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Διά τρεις δραχμάς εκτελεί παννύχιον Ακολουθίαν. Λειτουργίαν. Απόδειπνον. Εσπερινόν. Όρθρον. Ώρας. Λειτουργίαν. Το όλον διαρκεί εννέα ώρας. Αν τού δώσης μόνο δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ τού το δώσης, το κρατεί διά πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύη τα ονόματα. Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδας ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Η προσκομιδή παρ' αυτώ διαρκεί δύο ώρας. Η Λειτουργία αλλάς δύο. Εις την απόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός τού ιερού, από πρόσφορα ή αρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα εις όσους τύχουν. Δεν κρατεί σχεδόν τίποτε.

Μίαν φοράν έτυχε να χρεωστή μικρόν χρηματικόν ποσόν, και ήθελε να το πλήρωση, είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα εις χαλκόν, επί δύο ώρας εμετρούσεν, εμετρούσεν, εμετρούσε και δεν ημπορούοε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος εις άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και τού τα εμέτρησεν. Είναι ολίγον τι βραδύγλωσσος και περισσότερον αγράμματος. Εις τας ευχάς, τας περισσοτέρας λέξεις τας λέγει ορθάς, εις το Ευαγγέλιον τας περισσοτέρας εσφαλμένας. Θα ειπήτε, διατί η αντίθεσις αύτη; Αλλά τας ευχάς τας ιδίας απαγγέλλει καθ' εκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν τού Ευαγγελίου θα την αναγνώση άπαξ ή δις ή, το πολύ, τρις του έτους, εξαιρέσει ωρισμένων περικοπών συχνά, άλλ' ατάκτως επανερχομένων, ως εις τούς Αγιασμούς, εις τας Παρακλήσεις. Τα λάθη όσα κάμνει εις την ανάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά και όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ όλου τού εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον εσυνηθήσαμεν και μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου των Μακαρισμών τού Σωτήρος.

Τώρα υποθέσατε δύο υποθέσεις ότι αυτός ο ίδιος ιερεύς είχε εξέλθει από ιεροδιδασκαλείον, παλαιόν ή νέον, θα είχε διαφοράν επί το βέλτιον; Θα ήτο πασαλειμμένος με ολίγα ατελή, κακοχώνευτα και συγκεχυμένα γράμματα, με περισσοτέραν οίησιν και αξιώσεις; Θα ήτο δια τούτο καλύτερος;…



Θ.Κ.

1 σχόλιο:

Πολυκρέτη Ειρήνη Θεολόγος είπε...

Ιστορικό συναξάρι και όχι αφηγηματικό έχω δημοσιεύσειί στο βιβλίο μου ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΗ ΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΩΝ ΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΗΜΩΝ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΟΥ ΠΛΑΝΑ ΤΩΝ ΝΑΞΙΩΝ, με βάση το Αρχείο της Ι. Μ. Παροναξίας και το Υποθηκοφυλακείο Νάξου. Καλό θα ήταν, τουλάχιστον οι ναξιώτες, να γνώριζαν περισσότερο τα ιστορικά στοιχεία του Αγίου μας και να μην έχουν λανθασμένες αντιλήψεις για τη ζωή του. Ο άγιοσ Νικόλαος ο Πλανάς έγινε ιερεύς για τον Μητροπολιτικό Ναό Ζωοδόχου Πηγῆς Νάξου. Οι ναξιώτες τον ήθελαν στη Νάξο για να ζη καλλίτερα καθότι ζούσε με μεγάλη φτώχεια στην Αθήνα Τελικά δεν ήλθε στη Νάξο ως είχε ως ιερεύς γιατί είχε πολλά κογενειακά προβλήματα.