Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Η ένοπλη απεργία στον Λυώνα το 1910

Ήταν τη δεκαετία 1910 – 1920 . Δε μπορώ να προσδιορίσω τη χρονιά, δεν έζησα ο ίδιος το περιστατικό. Είχα δεν είχα γεννηθεί, το αναμεταδίδω όπως το θυμούμαι από την αφήγηση του πατέρα μου. Ήταν η εποχή με τα πρώτα συνδικαλιστικά βήματα στη Κόρωνο, είχε δεν είχε ιδρυθεί το σωματείο όταν ακόμα το ελληνικό εργατικό κίνημα βρισκόταν στη βρεφική του ηλικία.
Η τιμή (το εργατικό δικαίωμα) στην οποία το κράτος πλήρωνε το σμυρίγκλι στους σμυριδεργάτες ήταν τέσσερις δραχμές το καντάρι. Τιμή που ίσχυε από εκείνα τα χρόνια. Οι χωριανοί ζητούσαν αύξηση, το κράτος δε τους έδινε . Έτσι με καθοδήγηση κάποιων από τους...

ίδιους, αποφάσισαν να απεργήσουν, δηλαδή να αρνηθούν να παραδώσουν το σμυρίγκλι τους στο κράτος.
Η ζήτηση του σμυριγκλιού από το εξωτερικό ήταν έντονη, κρατικά αποθέματα δεν υπήρχαν και το κράτος σαν ιδιοκτήτης και έμπορος του σμυριγκλιού είχε μεγάλο οικονομικό ενδιαφέρον για τη παραλαβή από μέρους του και πώληση του σμυριγκλιού.
Την εποχή αυτή το σμυρίγκλι ήταν το τρίτο κατά σειρά εξαγώγιμο ελληνικό προϊόν. Καπνός, σταφίδα και νάξια σμύρις διαβάζαμε χρόνια αργότερα στα σχολικά μας εγχειρίδια .
Η άρνηση των χωριανών να παραδώσουν το σμυρίγκλι τους, κράτησε αρκετό καιρό. Το κράτος αποφάσισε να το παραλάβει χωρίς τη συγκατάθεση και τη σύμπραξή τους. Ήταν καλοκαίρι και το σμυρίγκλι ήταν κατεβασμένο στον Λυώνα σε ατομικούς και ομαδικούς (κατά ορυχείο) σωρούς, έτοιμο για παράδοση .
Η ‘’υπηρεσία’’ είχε ανακοινώσει ότι τη τάδε μέρα θα αρχίσει με ή χωρίς τη παρουσία και τη σύμπραξη των σμυριδεργατών η παραλαβή του σμυριγκλιού από τους σωρούς των. Έτσι το προκαθορισμένο πρωί δύο χωριανοί διαλογείς παραβρισκόταν, όπως συνήθως, στη παραλαβή, από τη μια και από την άλλη ενός βαγονιού ήταν μισθωμένοι εργάτες και ετοιμαζόταν να αρχίσουν τη παραλαβή χωρίς τη παρουσία του ιδιοκτήτη του σωρού, μπροστά στον οποίο είχαν σταματήσει . Με το που έπεσαν οι πρώτες ασμυρίγκλες μέσα στο βαγόνι κάτι άλλο έπεσε δίπλα . Ήταν σφαίρα, σφαίρα από πολεμικό όπλο. Ευνόητο ότι η σφαίρα δεν στόχευε να χτυπήσει ανθρώπους αλλά να εμποδίσει τη παραλαβή του σμυριγκλιού .
Η απόφαση της παραλαβής χωρίς τη θέληση των χωριανών ήταν μελετημένη. Το συνεργείο παραλαβής προστατευόταν από αστυνομική δύναμη που είχε πάρει θέσεις σε δύο γραμμές από τη μια και από την άλλη στις πλαγιές πάνω από τη ρεματιά του Λυώνα κατά μήκος της οποίας ήταν και οι σωροί του σμυριγκλιού και οι γραμμές των βαγονιών. Προφανώς η ‘’υπηρεσία’’ είχε σκεφτεί ή ‘’πληροφορηθεί’’ πως οι χωριανοί θα αντιδράσουν.
Επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης βρισκόταν ένας ανθυπασπιστής με φήμη ικανού αστυνομικού. Και αυτό γιατί σαν αστυνομικός σταθμάρχης Απειράνθου ελέγετο ότι είχε καταφέρει να πειθαρχήσει τους απεραθίτες, που τους θεωρούσαν σκληρούς και δυσήνιους.
Όταν λοιπόν έπεσε η σφαίρα κοντά στο βαγόνι, οι μεν διαλογείς απομακρύνθηκαν από το βαγόνι, οι δε χωροφύλακες που βρισκόταν από τη μεριά του Λυώνα από όπου είχε ριχτεί ο πυροβολισμός σηκώθηκαν να ανεβούν πιο πάνω να πιάσουν αυτόν που είχε πυροβολήσει, γιατί τη σφαίρα την είχαν ακούσει να περνά από πάνω τους. Δεν έκαμαν όμως πολλά βήματα. Ένα φράγμα από σφαίρες, που ήρθαν από την απέναντι πλαγιά τους σταμάτησε και τους καθήλωσε. Αμέσως οι χωροφύλακες που βρισκόταν στην πλαγιά από όπου ήρθαν οι πολλοί πυροβολισμοί, έχοντας ακούσει τις σφαίρες να φεύγουν πάνω από τα κεφάλια τους, σηκώθηκαν, διστακτικά αυτοί να ανέβουν να πιάσουν αυτούς που είχαν πυροβολήσει από θέση ψηλότερη από αυτούς . Καθηλώθηκαν όμως και αυτοί από πυροβολισμούς που ήρθαν από την απέναντι πλαγιά του Λυώνα από όπου είχε έρθει η πρώτη σφαίρα.
Τι είχε συμβεί... Ένοπλοι χωριανοί, από τους πολεμιστές των βαλκανικών πολέμων, με την πρόσφατη πολεμική τους πείρα είχαν πάρει θέση σε γραμμές πάνω από τις γραμμές των αστυνομικών. Έτσι με την υπεροχή της θέσης τους αχρήστευσαν την ένοπλη προστασία του συνεργείου που θα παραλάμβανε το σμυρίγκλι παρά τη θέληση των χωριανών.
Οι ‘’νικητές’’ , που βέβαια δεν είχαν πρόθεση να χτυπήσουν ανθρώπους, αλλά να ματαιώσουν την παραλαβή, φώναξαν στους ‘’νικημένους’’ αστυνομικούς και τον αποσβολωμένο αρχηγό τους, πως ότι κάνουν το κάνουν για να προστατεύσουν τα συμφέροντα τους και ότι για να μην υπάρχει δυσάρεστη συνέχεια των γεγονότων, πρέπει να συγκεντρωθούν και να μείνουν προσωρινά κλεισμένοι σε μια αποθήκη του Λυώνα που τους όρισαν. Μη έχοντας τι άλλο να κάνουν οι αστυνομικοί συμμορφώθηκαν.
Οι διαλογείς αποχώρησαν άπρακτοι και αυτοί σιωπηλά ευχαριστημένοι γιατί για το υπηρεσιακό τους καθήκον είχαν προσφερθεί να το εκτελέσουν.
Όταν νύχτωσε ένας χωριανός, ο Σταυράκης (του Παλιουδομανώλη), σταλμένος από την απεργιακή επιτροπή πήγε και έριξε κάτω από τη πόρτα της αποθήκης, όπου ήταν οι αστυνομικοί, ένα σημείωμα. Το σημείωμα έγραφε πως οι αστυνομικοί πριν ξημερώσει πρέπει να έχουν φύγει από τον Λυώνα και ότι στο λιμανάκι υπάρχει μια βάρκα με κουπιά και αν θέλουν μπορούν να την πάρουν να πάνε όπου θένε. Έτσι και έγινε, ήταν καλοσυνάτη νύχτα, πήραν τη βάρκα και με τα κουπιά πήγαν στη Μουτσούνα.
Η παραλαβή του σμυριγκλιού από το κράτος χωρίς τη συγκατάθεση των σμυριδεργατών είχε ματαιωθεί. Η απεργία είχε πετύχει, έστω και με μέσα που σε άλλη εποχή δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά από το κράτος.




Αφήγηση του Λεωνίδα Μανωλά του Ανδρέα ( του Μπολσεβίκου ), από το αρχίο του Μανώλη Κ. Κουφόπουλου
Δημοσιεύτηκε 7th December 2010 από τον χρήστη Γιώργος Α. Μανωλάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: