Από τότε οι εξελίξεις άρχισαν να τρέχουν με φρενήρη ρυθμό. Όπως αναμενόταν, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου και ο Τσίπρας σχημάτισε κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου. Μπορεί αυτή η σύμπραξη να εξέπληξε πολλούς και να κρίθηκε παράδοξη, αλλά δεν ήταν. Οι δύο εταίροι είχαν πολύ διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, αλλά είχαν και πολλούς κοινούς πολιτικούς παρονομαστές (πρωτίστως την αντιμνημονιακή θέση) και συγκλίνοντα συμφέροντα.
Τα όσα ακολούθησαν είναι γνωστά: Ο γεμάτος αυταπάτες πρώτος κύκλος των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές που κατέληξε στη μεταβατική συμφωνία της 20ηςΦεβρουαρίου. Ακολούθησε ο δεύτερος και αδιέξοδος κύκλος, το ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, η προκήρυξη του δημοψηφίσματος και το εντυπωσιακό “όχι” στις ασφυκτικές συνθήκες των capital controls. Ο κύκλος έκλεισε στη σύνοδο κορυφής της 12ης-13ης Ιουλίου με τη δραματική συνθηκολόγηση του Τσίπρα.
Από εκείνη την ημέρα και μετά το κυβερνητικό σκάφος αλλάζει πορεία. Την υπογραφή του 3ου Μνημονίου ακολουθεί η ψήφισή του από τη Βουλή με τη σύμπραξη κομμάτων της αντιπολίτευσης (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι). Το καλοκαίρι του 2015 θα μείνει στην ιστορία ως το καλοκαίρι της μεγάλης στροφής.
Η συνεπακόλουθη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ στέρησε από την κυβέρνηση την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αρνούμενος το σενάριο ενός κυβερνητικού συνασπισμού με τα άλλα μνημονιακά κόμματα, ο Τσίπρας ξανάστησε κάλπες στις 20 Σεπτεμβρίου. Παρά την κραυγαλέα πολιτική κωλοτούμπα του κέρδισε με αμελητέες απώλειες και επανήλθε στο μέγαρο Μαξίμου με τον ίδιο εταίρο. Είχε την ικανοποίηση, μάλιστα, να δει τους εσωκομματικούς αντιπάλους του να μένουν εκτός Βουλής.
Τα καλά για τον Τσίπρα και το κόμμα του, όμως, τελείωσαν σ’ εκείνο το χρονικό σημείο. Από τότε το 3ο Μνημόνιο έπαψε να είναι μία αφηρημένη δέσμευση. Με την ψήφιση των αλλεπάλληλων προαπαιτούμενων άρχισε να μεταφράζεται σε επώδυνα για την κοινωνία μέτρα, σε πρόσθετα φορολογικά βάρη, σε πρόσθετες περικοπές, σε πλειστηριασμούς κλπ.
Όταν στις 20 Σεπτεμβρίου οι Έλληνες πήγαν στις κάλπες, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υπογράψει και ψηφίσει το 3ο Μνημόνιο, αλλά δεν είχε αρχίσει να το εφαρμόζει. Με άλλα λόγια, οι ψηφοφόροι γνώριζαν γενικά ότι θα εφαρμοσθούν δύσκολα μέτρα, αλλά δεν είχαν ακόμα αρχίσει να λαμβάνουν τον λογαριασμό. Δεν είχαν το βίωμα και ως εκ τούτου είχαν τη δυνατότητα να τρέφουν κάποιες αυταπάτες για αυτό που ερχόταν. Από πολιτικής απόψεως, πρόκειται για κρίσιμης σημασίας διαφορά. Έτσι εξηγείται ότι μόλις τρεις μήνες μετά την εκλογική νίκη του, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αρχίσει να χάνει έδαφος, παρότι η ΝΔ απέχει πολύ από το να πείσει ως εναλλακτική λύση.
Στο κοινοβουλευτικό επίπεδο οι κυβερνητικές απώλειες είναι μόνο δύο έδρες, αλλά δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως στην πορεία δεν προκύψουν και νέα ρήγματα, όπως είχε συμβεί και στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, όταν ψήφιζαν μνημονιακά μέτρα. Το 3ο Μνημόνιο δεν είναι ένα πικρό ποτήρι που κλείνεις τη μύτη, το πίνεις μονορούφι και ξεμπερδεύεις. Όπως έχει αποδειχθεί και με τα προηγούμενα, είναι ένας κατήφορος και η λογική του κατήφορου είναι ο πάτος, στην περίπτωσή μας ένας απροσδιόριστος πάτος.
Αυτή την κατάσταση στο πολιτικό σκηνικό αφήνει το ταραχώδες 2015 και αυτή κληρονομεί το 2016. Από την ψήφιση του 3ου Μνημονίου ο πρωθυπουργός έχει καταστήσει σαφές πως πρόθεσή του είναι να προχωρήσει γρήγορα και αποφασιστικά στην εφαρμογή του για να εξέλθει μία ώρα αρχύτερα η Ελλάδα από το καθεστώς του μνημονιακού εξαναγκασμού. Την ίδια θέση εξέφρασε και σε τελευταία συνέντευξή του, δηλώνοντας πως η Ελλάδα πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να ανακτήσει την εθνική κυριαρχία της και πως «η εφαρμογή του προγράμματος είναι η καλύτερη από κάθε άλλη επιλογή».
Το αξιοσημείωτο σ’ αυτή την υπόθεση είναι ότι η δεδηλωμένη βούληση του Τσίπρα δεν μεταφράζεται πάντα στις αντίστοιχες πράξεις. Για την ακρίβεια, όταν η κυβέρνηση έρχεται αντιμέτωπη με τις δεσμεύσεις της δεν είναι λίγες οι φορές που ψάχνει πρακαμπτηρίους ή ολιγωρεί. Αυτή είναι η αιτία που η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης έχει μετατεθεί από τον περασμένο Νοέμβριο στα τέλη Ιανουαρίου.
Ο πρωθυπουργός έχει επενδύσει πολλά στη σημαντική μείωση του ελληνικού χρέους μέσω της αναδιάρθρωσής του. Προϋπόθεση για να αρχίσει επισήμως η σχετική διαπραγμάτευση είναι η ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης. Με άλλα λόγια, η Αθήνα είχε ισχυρό κίνητρο να βιάζεται. Παρόλα αυτά, ζήτησε τη χρονική μετάθεση για τον Ιανουάριο των αλλαγών στο Ασφαλιστικό, της φορολόγησης των αγροτών και ορισμένων ακόμα μέτρων.
Ο λόγος που τη ζήτησε είναι ο φόβος μήπως, λόγω του κοινωνικά επώδυνου χαρακτήρα αυτών των νομοσχεδίων, στις σχετικές ψηφοφορίες προκύψουν νέα ρήγματα στην κυβερνητική πλειοψηφία και πολύ περισσότερο μήπως χαθεί η δεδηλωμένη. Η εσπευσμένη κατάθεση του λεγόμενου παράλληλου προγράμματος ήταν μία αγχώδης προσπάθεια να φανεί ότι η κυβέρνηση δεν έχει χάσει την ψυχή της και ως εκ τούτου να τσιμεντώσει τη συνοχή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας εν όψει της δοκιμασίας του Ασφαλιστικού.
Το γεγονός ότι το λεγόμενο παράλληλο πρόγραμμα κατατέθηκε στη Βουλή χωρίς κοστολόγηση από το Γενικό Λογιστήριο και χωρίς το πράσινο φως από τους δανειστές δεν άφηνε καμία αμφιβολία γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Υπό την εκβιαστική πίεση των δανειστών, η κυβέρνηση το απέσυρε, σημειώνοντας ένα αδικαιολόγητο πολιτικό αυτογκόλ. Η δέσμευσή της πως θα το επαναφέρει δεν αλλάζει πολύ τις αρνητικές εντυπώσεις.
Ο Τσίπρας είχε ελπίσει πως λόγω του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος το ευρωιερατείο θα αποδεχόταν μία πιο χαλαρή εφαρμογή του 3ου Μνημονίου και θα του άφηνε μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων. Είναι αληθές ότι ο πρόεδρος Ολάντ είχε μιλήσει για ευελιξία, ο Γιούνκερ, αναφερόμενος γενικότερα, είχε χρησιμοποιήσει τον όρο χαλάρωση και ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ντομπρόβσκις είχε δηλώσει ότι «δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί».
Το ευρωιερατείο, όμως, δεν θέλει να συνδέσει επισήμως τα δύο αυτά ζητήματα, αν και ο πρωθυπουργός τονίζει σε κάθε Ευρωπαίο συνομιλητή του ότι «τα συνδέει η ίδια η ζωή». Προφανώς έχει δίκιο, αλλά αυτό ποτέ δεν αρκούσε στην ΕΕ. Σύμφωνα με κοινοτική πηγή, ούτε η Κομισιόν ούτε πολύ περισσότερο το Βερολίνο ήταν διατεθειμένοι να χαλαρώσουν το ελληνικό πρόγραμμα. Θέλουν να ολοκληρωθεί η 1η αξιολόγηση και η όποια χαλάρωση αποφασισθεί να είναι περιορισμένη και να ισχύσει για όλες τις εμπλεκόμενες χώρες-μέλη και για το 2016.
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, το ερώτημα είναι εάν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα αντέξει να ψηφίσει τις διαφαινόμενες δραματικές αλλαγές στο κρίσιμο για την επιβίωση εκατομμυρίων Ελλήνων αυτό ζήτημα. Η αντοχή της είναι συνάρτηση του συνειδησιακού ορίου θραύσης του κάθε βουλευτή. Και αυτό το όριο εξαρτάται αποφασιστικά από τις κοινωνικές αντιδράσεις.
Αν και οι αντιδράσεις δεν έχουν προς το παρόν προσλάβει διαστάσεις κοινωνικής αναταραχής, η οργή και η απόγνωση είναι διάχυτες ακόμα και στις τάξεις όσων ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ. Η δύσκολη αυτή ατμόσφαιρα δεν αφήνει ανεπηρέαστη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ειδικά όταν τα σύννεφα συσσωρεύονται στον κυβερνητικό ορίζοντα. Για μερικές ημέρες θα επικαλυφθούν από το γιορτινό κλίμα, αλλά η βαριά ατμόσφαιρα που επικρατεί στην κοινωνία θα επανέλθει και εν μέρει θα αντανακλαστεί στο πολιτικό επίπεδο.
Μιλώντας στην προχθεσινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να καλλιεργήσει μία αισιόδοξη προοπτική. Έχει μπροστά του την κρίσιμη δοκιμασία του Ασφαλιστικού. Από την έκβαση αυτής της ψηφοφορίας θα κριθεί σε σημαντικό βαθμό και η τροπή που θα πάρουν οι πολιτικές εξελίξεις. Θα αντέξουν, λοιπόν, οι 153;
Ο Τσίπρας ελπίζει ότι θα αντέξουν. Ποντάρει σε πέντε λόγους:
Πρώτον, στο γεγονός ότι η μεγάλη εκλογική νίκη του Σεπτεμβρίου νομιμοποίησε πολιτικά τη μνημονιακή στροφή και ως εκ τούτου ο πολιτικός αέρας που προσέφερε αυτή η νίκη δεν ακυρώνεται από τα μνημονιακά νομοσχέδια.
Δεύτερον, στο γεγονός ότι τουλάχιστον μέχρι τώρα η διάχυτη κοινωνική δυσαρέσκεια δεν εκδηλώνεται ως κοινωνική αναταραχή. Αυτό το ερμηνεύει όχι αδικαιολόγητα ως ένδειξη πολιτικής ανοχής.
Τρίτον, στο γεγονός ότι οι ακραιφνείς αντιμνημονιακοί αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τέταρτον, στο ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης των βουλευτών της συμπολίτευσης.
Πέμπτο, στον κομματικό πατριωτισμό της Αριστεράς.
Η ελπίδα του πρωθυπουργού δεν είναι αβάσιμη. Από την άλλη πλευρά, όμως, οι πέντε παραπάνω λόγοι δεν συνιστούν εγγύηση ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα παραμείνει αλώβητη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, συνεχίζει να πατάει σε δύο βάρκες όσον αφορά την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου.
Η ρητορική περί ισοδυνάμων είχε τροφοδοτήσει την αυταπάτη στους βουλευτές του πως οι επαχθείς μνημονιακές δεσμεύσεις θα μπορούσαν στην πορεία με διαπραγματεύσεις να αμβλυνθούν. Τα περιθώρια, όμως, αποδεικνύονται πολύ περιορισμένα. Η δε τακτική του εξωραϊσμού αποδεικνύεται κοντόθωρη.
Στο Μαξίμου εκτιμούν πως εάν περάσουν χωρίς απώλειες τον κάβο του Ασφαλιστικού, θα έχουν βάσιμες ελπίδες να μακροημερεύσουν. Σύμφωνα με αρμόδιο κυβερνητικό παράγοντα, ο σχεδιασμός του οικονομικού επιτελείου στηρίζεται σε πέντε θετικές προβλέψεις:
Πρώτον, στο γεγονός ότι ακόμα και οι μετριοπαθείς εκτιμήσεις για το τουριστικό ρεύμα μιλούν για κατακόρυφη άνοδο. Αυτό σημαίνει μία μεγάλη ένεση για την ελληνική οικονομία, η οποία θα αρχίσει να φαίνεται από την άνοιξη.
Δεύτερον, στο γεγονός ότι θα εισρεύσει χρήμα από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα της ΕΚΤ για ποσοτική χαλάρωση. Σε πρώτη φάση υπολογίζουν 3,5 δισ.
Τρίτον, θα έχει δρομολογηθεί η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, γεγονός που θα αλλάξει διεθνώς την εικόνα της ελληνικής οικονομίας και θα διευκολύνει την επάνοδό της στις αγορές.
Τέταρτον, στην εκτίμηση ότι με την ψήφιση των αλλαγών στο Ασφαλιστικό, με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και με την αναδιάρθρωση του χρέους η πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα θα εξαλειφθεί. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την εκδήλωση έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Είναι αληθές ότι διεθνείς παίκτες θεωρούν πλέον την Ελλάδα χώρα επενδυτικών ευκαιριών και αναμένουν την κατάλληλη στιγμή για να μπουν στο παιχνίδι. Αυτό που προς το παρόν τους κάνει επιφυλακτικούς είναι το ερώτημα εάν έχει εξαλειφθεί ή όχι το ενδεχόμενο ενός ναυαγίου, το οποίο και θα προκαλέσει την έξοδο από την Ευρωζώνη. Όπως μας διδάσκει η διεθνής πείρα, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν γίνει η αρχή όλοι σπεύδουν για να μη χάσουν την ευκαιρία.
Πέμπτο, με τη σταδιακή εξάλειψη της αβεβαιότητας αναμένεται να ενισχυθεί η επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και να εκδηλωθεί η συμπιεσμένη τόσα χρόνια εσωτερική ζήτηση, η οποία θα αιμοδοτήσει την αγορά και θα ενισχύσει τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος.
Όλα αυτά, ωστόσο, είναι το αισιόδοξο σενάριο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο τα πράγματα να στραβώσουν. Ειδικά εάν λόγω του δημοσιονομικού κενού επιβληθούν πρόσθετα μέτρα. Η οριζόντια περικοπή δαπανών θα συρρικνώσει περαιτέρω την προσφορά δημόσιων υπηρεσιών στον πληθυσμό και το ήδη ακρωτηριασμένο Κράτος Πρόνοιας.
Η δε επιβολή νέων φόρων θα ρίξει στον γκρεμό επιχειρήσεις και νοικοκυριά που μέχρι τώρα με πολύ δυσκολία τα έφερναν βόλτα. Με άλλα λόγια, για να εξισορροπηθεί η αδυναμία ενός ολοένα και μεγαλύτερου ποσοστού των φορολογουμένων να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους θα επιβαρυνθούν περαιτέρω όσοι ακόμα μπορούν, γεγονός που θα ανατροφοδοτήσει τον φαύλο κύκλο. Εκτός από το γεγονός ότι συσσωρεύει οικονομικά ερείπια, η υπερφορολόγηση αποτρέπει και τις παραγωγικές επενδύσεις.
Στο πολιτικό επίπεδο, η προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης με αλλεπάλληλες κατά κανόνα οριζόντιες περικοπές και με υπερφορολόγηση εκ των πραγμάτων αποσταθεροποιεί την κοινωνική βάση στήριξης της κυβέρνησης. Ειδικά οι αλλαγές στο ασφαλιστικό θίγουν το μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας.
Όσο επιπόλαιο είναι κάποιος να προεξοφλεί την κοινωνική ανάφλεξη, άλλο τόσο επιπόλαιο είναι να την αποκλείει. Η ιστορία διδάσκει πως η κοινωνική δυναμική είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο και ως εκ τούτου είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί. Το μόνο ασφαλές που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι συγκεντρώνονται οι προϋποθέσεις για την εκδήλωση κοινωνικής αναταραχής.
Στην πραγματικότητα, αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή για την κυβέρνηση Τσίπρα. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί πολιτικοηθικά και συνεχίζουν να μην αποτελούν αξιόπιστη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης. Εάν, όμως, εκδηλωθεί κοινωνική αναταραχή είναι δεδομένο πως η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα “τσακίσει”, δρομολογώντας πολιτικές εξελίξεις.
Στην περίπτωση που για τον οποιονδήποτε λόγο η κυβέρνηση αποσταθεροποιηθεί, ο Τσίπρας θα υποχρεωθεί να ψάξει για πολιτικό στήριγμα στο Ποτάμι, στην Ένωση Κεντρώων και στο ΠΑΣΟΚ. Παρά τη φημολογία για πολιτική συνεννόηση με την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ, είναι εξαιρετικά δύσκολο να προκύψει από αυτή απτό κοινοβουλευτικό αποτέλεσμα. Εκτός κι αν διασπαστεί, κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα, η ΝΔ θα κινηθεί ενιαία.
Από την πλευρά τους, και τα τρία κόμματα του ενδιάμεσου χώρου επισήμως εμφανίζονται απρόθυμα να στηρίξουν την κυβέρνηση. Την μόνη προοπτική που αφήνουν ανοικτή είναι ο σχηματισμός κυβέρνησης του “ευρωπαϊκού τόξου” με τη συμμετοχή και της ΝΔ. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως εάν φθάσει η κρίσιμη στιγμή θα επιμείνουν σίγουρα στην τωρινή θέση τους. Πιθανόν να ζητήσουν υπέρμετρα ανταλλάγματα. Και ο πρωθυπουργός θα υποχρεωθεί να διαπραγματευθεί μαζί τους από μειονεκτική θέση. Προς αυτή την κατεύθυνση θα πιέσει και το ευρωιερατείο.
Προς το παρόν, πάντως, ο Τσίπρας ακολουθεί την τακτική της μεταβλητής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Κατά κανόνα στηρίζεται στη σύμπραξη των ΑΝΕΛ. Για νομοσχέδια, όμως, επί των οποίων το κόμμα του Καμμένου διαφωνεί ή είναι διχασμένο, κλείνει το μάτι σε βουλευτές των τριών μικρών κομμάτων του ενδιάμεσου χώρου. Αυτό είχε συμβεί με το νομοσχέδιο για την ιθαγένεια, αυτό συνέβη και με το νομοσχέδιο για το σύμφωνο συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών.
Η τακτική αυτή, ωστόσο, δεν πρόκειται να αποδώσει σε ψηφοφορίες για κοινωνικά επώδυνα νομοσχέδια, όπως π.χ. για το Ασφαλιστικό και για τη φορολόγηση των αγροτών. Και εκεί είναι στην πραγματικότητα που θα δοκιμασθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Το μόνο θετικό σημάδι για την κυβέρνηση Τσίπρα είναι η κυβερνητική αλλαγή στην Πορτογαλία και το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ισπανία. Και τα δύο αυτά γεγονότα εξ αντικειμένου όχι μόνο αμφισβητούν τη λιτότητας, αλλά και βάζουν στο τραπέζι το ζήτημα της αλλαγής του κυρίαρχου οικονομικού δόγματος που έχει επιβάλει το Βερολίνο.
Το κλίμα που διαμορφώνεται στον ευρωπαϊκό Νότο αναμένεται να το εκμεταλλευθούν και ο Ολάντ και ο Ρέντσι για να πιέσουν το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε. Αυτή τη φορά δεν είναι μόνο η προβληματική Ελλάδα. Εδραιώνεται ένα πολιτικό αίτημα, το οποίο, σε συνδυασμό με την προσφυγική-μεταναστευτική κρίση, δεν μπορεί εύκολα να παρακαμφθεί και πολύ περισσότερο να αντιμετωπισθεί με το εκβιαστικό δίλημμα που αντιμετωπίσθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα. Με άλλα λόγια, τα πράγματα στην Ευρωζώνη είναι δύσκολο να συνεχίσουν να τρέχουν όπως μέχρι τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου