Η έκθεση φωτογραφίας «Ναοί στο σχήμα του ουρανού…» του Λουκά Χαψή ανοίγει τις πύλες του ουράνιου θόλου της αρχαιότητας την Τρίτη 5 Νοεμβρίου και ώρα 8:00 μ.μ. στο Ψηφιακό Πλανητάριο του Ιδρύματος Ευγενίδου και υποδέχεται το κοινό σε ένα μαγικό ταξίδι σε δεκατέσσερις σημαντικές τοποθεσίες όπου έλαμψε ο ελληνικός πολιτισμός, από την Ολυμπία ως τη Δήλο και από το Δίον ως την Κνωσό.
ΔΕΛΦΟΙ. Θόλος της Αθηνάς Προναίας.
Η Θόλος είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό μνημείο των Δελφών, που δεσπόζει στο ιερό της Αθηνάς Προναίας ανάμεσα στο νεότερο ναό της Αθηνάς και στο θησαυρό των Μασσαλιωτών. Πρόκειται για αριστούργημα της κλασικής αρχιτεκτονικής, του οποίου, όμως, αγνοούμε τη χρήση. Έχει συσχετισθεί με χθόνια λατρεία, ωστόσο, ο περιηγητής Παυσανίας, που είδε τα ερείπιά του το 2ο αι. μ.Χ. δεν το μνημονεύει ως ναό. Το εντυπωσιακό κυκλικό κτήριο χρονολογείται στο 380 π.Χ. Όπως μαθαίνουμε από το Βιτρούβιο, υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την κατασκευή της Θόλου ήταν ο Θεόδωρος από τη Φώκαια ή τη Φωκίδα, ο οποίος, μάλιστα, είχε γράψει και βιβλίο για τον τρόπο οικοδόμησής της.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι είκοσι κίονες του εξωτερικού περιστυλίου είναι δωρικοί και επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες που κοσμούνταν με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Ο κυκλικός σηκός με συμπαγείς τοίχους επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες μικρότερου μεγέθους, ενώ στο εσωτερικό του στέκονταν δέκα ημικίονες κορινθιακού ρυθμού. Όλο το κτήριο στηρίζεται σε κρηπίδωμα με τρεις χαμηλές βαθμίδες. Για την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός υλικών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυχρωμία: παριανό και πεντελικό μάρμαρο, καθώς και σκούρος γαλάζιος ελευσίνιος ασβεστόλιθος για τον τονισμό δομικών λεπτομερειών, στον τοιχοβάτη και στο δάπεδο. Η οροφή ήταν επίσης μαρμάρινη και από τη διακόσμησή της έχουν σωθεί ορισμένα ρομβοειδή φατνώματα. Προβληματική είναι αποκατάσταση της στέγης, ιδίως μετά την αποκάλυψη δύο σειρών από σίμες. Η πιο πρόσφατη θεωρία αποκαθιστά κωνική στέγη, σε σχήμα κινέζικου καπέλου. Η στέγη ήταν και αυτή κοσμημένη με ακρωτήρια σε μορφή γυναικών, σε στάση σχεδόν χορευτική. Τα ανάγλυφα, δυστυχώς, απολαξεύθηκαν από τους Χριστιανούς στα μεταγενέστερα χρόνια.
Η Θόλος αναστηλώθηκε μερικώς το 1938, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη και, κυρίως, τα σωζόμενα τμήματα από το γλυπτό διάκοσμό της έχουν συντηρηθεί και εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών.
Συντάκτης
Δρ. Έ. Παρτίδα, αρχαιολόγος
Κνωσός.Το Aνάκτορο της Kνωσού είναι το μεγαλύτερο από τα κέντρα της μινωικής εξουσίας.
Πρόκειται για ένα κτιριακό συγκρότημα που αναπτύσσεται σε χώρο 22.000 τ.μ. Χτισμένο σ' ένα κατά μεγάλο ποσοστό τεχνητό λόφο ήταν το εντυπωσιακότερο από τα μινωικά ανάκτορα. Αποτελούσε το κέντρο διοίκησης της μινωικής Κνωσού, η οποία βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. νοτιοανατολικά του Ηρακλείου. Το πρώτο ανάκτορο κτίστηκε περίπου το 2000 π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση το ανάκτορο της Κνωσού αποτέλεσε την έδρα του βασιλιά Μίνωα.
Γύρω στο 2000 π.X. κτίστηκε το παλαιό ανάκτορο στο νότιο άκρο της πόλης και καταστράφηκε από σεισμό γύρω στο 1900 π.X. Αμέσως επισκευάστηκε, αλλά καταστράφηκε για δεύτερη φορά από σεισμό, περίπου το 1700 π.X. Ο ενιαίος σχεδιασμός που παρουσιάζουν Φαιστός και Μάλια έρχονται σε αντίθεση με το πρώτο ανάκτορο της Κνωσού που κατασκευάστηκε ίσως με την ενοποίηση σημαντικών συγκροτημάτων της προανακτορικής εποχής. Στο σχεδιασμό του αποφεύχθηκαν γενικά οι ευθείς διάδρομοι. Τα στοιχεία αυτά, μαζί με την πολύπλοκη αρχιτεκτονική του δομή, δικαιολογούν τον κρητικό μύθο του Λαβύρινθου. Αμέσως μετά οικοδομήθηκε το νέο ανάκτορο, μεγαλοπρεπέστερο, στα μέσα του 15ου αιώνα π.X. Αχαιοί ηγεμόνες κάθονται πλέον στην αίθουσα του θρόνου του ανακτόρου, οι οποίοι ως απόλυτοι κυρίαρχοι ελέγχουν όλο το νησί. Το ανάκτορο καταστρέφεται και πάλι στα μέσα του 14ου αιώνα π.X. (Yστερομινωική Εποχή IIIA), αυτή τη φορά από πυρκαγιά, και έκτοτε παύει να λειτουργεί ως ανακτορικό κέντρο.
Το ανάκτορο της Κνωσού χωρίζεται σε διάφορα τμήματα, καθένα από τα οποία έχει ξεχωριστή χρήση. Ήταν πολυόροφο, χτισμένο με πελεκητούς δόμους και διακοσμημένο με θαυμάσιες τοιχογραφίες που απεικόνιζαν πιθανόν θρησκευτικές τελετές. Η πρόσβαση γινόταν από τρεις εισόδους που βρίσκονταν στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του. Γύρω από την κεντρική αυλή αναπτύσσονται τέσσερις πτέρυγες. Έτσι στην δυτική πλευρά του ανακτόρου υπάρχουν συγκεντρωμένες οι αίθουσες των τελετών στους επάνω ορόφους, οι δημόσιες αποθήκες (18 μακρόστενα δωμάτια) με τα μεγάλα πιθάρια, τα ιερά, τα θησαυροφυλάκια καθώς επίσης και η αίθουσα του θρόνου που αποτελείται από τον προθάλαμο και τον κυρίως χώρο του θρόνου. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του ανακτόρου βρίσκεται η Δυτική Αυλή και η Δυτική Είσοδος που οδηγεί στο Διάδρομο Πομπής, που ήταν διακοσμημένος με τοιχογραφίες ("Πρίγκιπας με τα κρίνα"). Στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου βρίσκονται τα Προπύλαια και τα περίφημα Διπλά Κέρατα, ένα από τα ιερά σύμβολα της μινωικής θρησκείας.
Στην ανατολική πλευρά του αναπτύσσονταν τα βασιλικά διαμερίσματα, στα οποία οδηγούσε ένα μεγάλο κλιμακοστάσιο, τα δωμάτια του προσωπικού και ένα ιερό. Από τα σημαντικότερα δωμάτια είναι η αίθουσα των Διπλών Πελέκεων και το Διαμέρισμα της Βασίλισσας με την τοιχογραφία των δελφινιών. Στα βόρεια και ανατολικά του διαμερίσματος της βασίλισσας βρίσκονται οι βασικές αποθήκες καθώς επίσης και ο Διάδρομος του Ζατρικίου (ένα είδος σκακιού). Ανατολικότερα κατασκευάστηκαν επίσης τα διάφορα εργαστήρια, καθώς και οι βασιλικές αποθήκες. Στην βόρεια πτέρυγα κυριαρχεί το λεγόμενο "Tελωνείο", μία δεξαμενή καθαρμών και ένα λιθόκτιστο θέατρο. Από το θέατρο ξεκινάει Πλακόστρωτος Δρόμος που οδηγούσε στο μικρό ανάκτορο. Τέλος, στη νότια πτέρυγα υπήρχε το μεγαλοπρεπές νότιο Πρόπυλο.
Οι πρώτες ανασκαφές στον χώρο της Kνωσού διενεργήθηκαν το 1878 από τον έμπορο Mίνωα Kαλοκαιρινό. Τότε ανασκάφηκε τμήμα της δυτικής πτέρυγας. Αργότερα ανασκαφές πραγματοποίησαν ο Αμερικανός πρόξενος W.J. Stillman, ο ανασκαφέας των Mυκηνών και της Τροίας, Γερμανός H. Schliemann με τον συνεργάτη του W. Doerpfeld, ο Γάλλος αρχαιολόγος M. Joubin και ο διευθυντής του Ashmolean Museum της Oξφόρδης, Arthur Evans. Όλοι όμως προσέκρουσαν σε αδυναμία αγοράς του χώρου του ανακτόρου. Όταν η Κρήτη ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη (Κρητική Πολιτεία) το 1898, θεσπίστηκε νόμος με τον οποίο όλες οι αρχαιότητες κηρύσσονταν κτήμα της Πολιτείας. Έτσι ξεκίνησε η ανασκαφή του ανακτόρου το 1900 υπό τον A. Evans μέχρι και το 1931 με μικρές διακοπές
Σαμοθράκη.Το Ιερό των Μεγάλων Θεών.
Η Σαμοθράκη είχε μεγάλο θρησκευτικό ενδιαφέρον λόγω των Καβειρίων Μυστηρίων. Τα μυστήρια τελούνταν στο χώρο του «Ιερού των Μεγάλων Θεών», που αποτελεί τώρα το σημαντικότερο αρχαιολογικό τόπο στο νησί.
Λέγεται πως στα Καβείρια Μυστήρια συναντήθηκαν για πρώτη φορά οι γονείς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος Β' και η Ολυμπιάδα, και πως στο νησί πραγματοποιήθηκε η σύλληψη του μεγάλου στρατηλάτη. Στα Καβείρια Μυστήρια μπορούσαν να πάρουν μέρος ελεύθεροι πολίτες αλλά και δούλοι - σε αντίθεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου απαγορευόταν η συμμετοχή των δούλων.
Στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, βρισκόταν το σπουδαιότερο και μεγαλοπρεπέστερο ιερό της αρχαίας πόλης, αφιερωμένο, κατά κύριο λόγο, στην προστάτιδα θεά της, την Αθηνά. Με τον ιερό αυτό χώρο σχετίζονται οι σημαντικότεροι μύθοι της αρχαίας Αθήνας, οι μεγάλες θρησκευτικές εορτές, οι παλαιότερες λατρείες της πόλης αλλά και ορισμένα από τα καθοριστικά για την ιστορία της γεγονότα. Τα μνημεία της Ακρόπολης, αρμονικά συνδυασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μαγαλύτερης ακμής της, το ''χρυσό αιώνα'' του Περικλή.
Ο λόφος επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Κατάλοιπα εγκατάστασης της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού εντοπίσθηκαν στην περιοχή του Ερεχθείου. Κατά το 13ο αι. π.Χ., ο βράχος τειχίσθηκε και αποτέλεσε την έδρα του τοπικού ηγεμόνα. Τμήματα αυτού του τείχους, που αναφέρεται συνήθως ως ''κυκλώπειο'', σώζονται αποσπασματικά ανάμεσα στα μεταγενέστερα μνημεία και η πορεία του μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ακρίβεια. Τον 8ο αι. π.Χ. η Ακρόπολη απέκτησε για πρώτη φορά τον αποκλειστικά ιερό της χαρακτήρα με την καθιέρωση της λατρείας της Αθηνάς Πολιάδος. Η θεά είχε το δικό της ναό, στη βορειοανατολική πλευρά του λόφου. Στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., την εποχή που τύραννος της Αθήνας ήταν ο Πεισίστρατος, το ιερό απέκτησε μεγάλη αίγλη. Καθιερώθηκαν τα Παναθήναια, η μεγαλύτερη γιορτή των Αθηναίων προς τιμή της θεάς και ιδρύθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια και οι ναοί για τη λατρεία της, μεταξύ των οποίων, ο λεγόμενος ''Αρχαίος ναός'' και ο Εκατόμπεδος, πρόδρομος του Παρθενώνα. Τότε κατασκευάσθηκε το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος και έγινε η πρώτη προσπάθεια για τη διαμόρφωση μνημειακού προπύλου του χώρου. Οι πιστοί αφιέρωναν στο ιερό πολυάριθμα και πλούσια αναθήματα, όπως ήταν οι μαρμάρινες κόρες και οι ιππείς, τα χάλκινα και πήλινα αγαλμάτια και τα αγγεία, πολλά από τα οποία συνοδεύονταν από επιγραφές, που βεβαιώνουν τη σημασία που είχε η λατρεία της Αθηνάς κατά την αρχαϊκή περίοδο. Μετά τη νίκη εναντίον των Περσών στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ., οι Αθηναίοι επιχείρησαν να κτίσουν ένα πολύ μεγαλύτερο ναό στη θέση του Παρθενώνα, γνωστό ως Προπαρθενώνα. Αυτός ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, γιατί το 480 π.Χ., οι Πέρσες εισέβαλαν στην Αττική, λεηλάτησαν την Ακρόπολη και πυρπόλησαν τα μνημεία. Μετά την αποχώρηση των εχθρών, οι Αθηναίοι ενταφίασαν το γλυπτό διάκοσμο των κατεστραμμένων ναών καθώς και όσα αναθήματα είχαν διασωθεί, γεμίζοντας τις φυσικές κοιλότητες του εδάφους και διαμορφώνοντας με αυτό τον τρόπο τεχνητά άνδηρα στο χώρο του ιερού. Η Ακρόπολη οχυρώθηκε με νέο τείχος, αρχικά από το Θεμιστοκλή (στη βόρεια πλευρά) και στη συνέχεια από τον Κίμωνα (στη νότια πλευρά). Μάλιστα, στο βόρειο τμήμα του τείχους ενσωματώθηκαν αρχιτεκτονικά μέλη των κατεστραμμένων ναών, που φαίνονται μέχρι σήμερα από την αρχαία Αγορά και από τη βόρεια πλευρά της πόλης.
Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., την εποχή που μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα ήταν το σημαντικότερο κέντρο του πνευματικού κόσμου, τέθηκε σε εφαρμογή, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα μεγαλεπίβολο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Για την εκτέλεσή του εργάσθηκαν πολλοί άνθρωποι, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι, με ημερομίσθιο μία δραχμή. Τότε οικοδομήθηκαν, με την επίβλεψη των ικανότερων καλλιτεχνών, αρχιτεκτόνων και γλυπτών, τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης: ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης. Οι ναοί στη βόρεια πλευρά και στο κέντρο του βράχου στέγαζαν κυρίως τις αρχαιότερες λατρείες των Αθηναίων και τις λατρείες των Ολυμπίων θεών, ενώ η Αθηνά λατρευόταν πια με όλες τις ιδιότητές της που σχετίζονταν με την πόλη, ως Πολιάς, προστάτιδα της πόλης, ως Παρθένος, Παλλάς, Πρόμαχος, θεά του πολέμου, Εργάνη, θεά της χειρωνακτικής εργασίας, και ως Νίκη. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, το 404 π.Χ., και έως τον 1ο αι. π.Χ., πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης δεν οικοδομήθηκαν άλλα σημαντικά μνημεία. Το 27 π.Χ., στα ανατολικά του Παρθενώνα κτίσθηκε μικρός ναός αφιερωμένος στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Αύγουστο και στη Ρώμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο σε άλλα ελληνικά ιερά έγιναν σοβαρές λεηλασίες και καταστροφές, η Ακρόπολη διατήρησε την παλαιά της αίγλη και εξακολούθησε να συγκεντρώνει τα πλούσια αφιερώματα των πιστών. Η τελευταία επέμβαση στο χώρο έγινε μετά την επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε κατασκευάσθηκε οχυρωματικό τείχος με δύο πύλες στη δυτική πλευρά, από τις οποίες η μία, η δυτική, σώζεται μέχρι σήμερα και είναι γνωστή με το όνομα Beule, από το όνομα του Γάλλου αρχαιολόγου που έκανε έρευνες στο χώρο το 19ο αιώνα.
Στους επόμενους αιώνες τα μνημεία της Ακρόπολης υπέστησαν σοβαρές βλάβες από φυσικά αίτια ή από ανθρώπινες επεμβάσεις. Με την επικράτηση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Ο Παρθενώνας αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία, που στη συνέχεια ονομάσθηκε Παναγιά η Αθηνιώτισσα, ενώ στα τέλη του 11ου αιώνα αποτέλεσε τη μητρόπολη της Αθήνας. Το Ερέχθειο είχε μετατραπεί σε ναό του Σωτήρος ή της Θεοτόκου.
Αρχαία Μεσσήνη. Το ηρώο του σταδίου.
Αναπόσπαστο στοιχείο του Σταδίου αποτελεί το Ηρώο, που είχε τη μορφή πρόστυλου τετρακιόνιου δωρικού ναού. Βρίσκεται στη νότια πλευρά του σταδίου κτισμένος πάνω σε ορθογώνιο πόδιο, που προεξέχει από το τείχος σαν προμαχώνας. Το ναόσχημο κτίσμα ήταν ταφικό, αποτελεί ένα είδος ηρώου-μαυσωλείου, που εντάσσεται στην παράδοση των μικρασιατικών μαυσωλείων. Σε ορισμένα στοιχεία του σχετίζεται και με το Ηρώο της Καλυδώνος. Προσωπικότητα με πλούτη και επιρροή, στην οποία απένεμαν οι Μεσσήνιοι κατά την πληροφορία του Παυσανία (4. 32,2) τιμές ήρωος, ήταν ο Μεσσήνιος ισόβιος αρχιερέας και ελλαδάρχης Σαιθίδας. Είναι επομένως βέβαιο ότι το ηρώο-μαυσωλείο του Σταδίου ανήκε στην οικογένεια των Σαιθιδών. Σε αυτό ενταφιάζονταν και δέχονταν ηρωικές τιμές τα επιφανή μέλη της οικογένειας, από της ίδρυσης του Ηρώου τον 1ο αι μ.X. ως τα χρόνια τουλάχιστον της επίσκεψης του Παυσανία (155-160 μ.X).
Δήλος. Η οδός των λεόντων.
Οι Λέοντες, αφιέρωμα των Ναξίων γύρω στο 600 π.Χ., ήταν τοποθετημένοι στη μια πλευρά της λεωφόρου που ξεκινούσε από το αρχαϊκό λιμάνι του Σκαρδανά και οδηγούσε στο Ιερό.
Αρχαία Ολυμπία.
Η παλαίστρα βρίσκεται δυτικά της Άλτεως, έξω από τον ιερό περίβολο και πολύ κοντά στον ποταμό Κλαδέο. Οικοδομήθηκε κατά τον 3ο αι. π.Χ. νότια του γυμνασίου και ανήκει στο ίδιο συγκρότημα με αυτό. Χρησίμευε για την προπόνηση των αθλητών στην πυγμή, στην πάλη και στο άλμα.
Πρόκειται για σχεδόν τετράγωνο κτήριο, διαστάσεων 66,35 x 66,75 μ., κτισμένο σε χαμηλότερο επίπεδο, περίπου 0,70 μ. από το γυμνάσιο. Στο κέντρο του βρίσκεται μία υπαίθρια περίστυλη αυλή, στρωμένη με λεπτή άμμο, που ήταν ο χώρος προπόνησης των αθλητών. Η κιονοστοιχία της αποτελείται συνολικά από 72 δωρικούς κίονες και κάθε πλευρά της είχε μήκος 41 μ. Οι κίονες και το κατώτερο τμήμα των τοίχων ήταν λίθινα, ενώ η ανωδομή των τοίχων ήταν πλινθόκτιστη και ο θριγκός ξύλινος. Γύρω από την αυλή αναπτύσσονταν στεγασμένα δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές πριν και μετά την προπόνησή τους. Η θύρα τους άνοιγε προς την αυλή και τα περισσότερα είχαν στην πρόσοψη ιωνικούς κίονες. Ιωνική κιονοστοιχία υπήρχε και στην πρόσοψη του μεγάλου στενόμακρου χώρου, που καταλάμβανε σχεδόν ολόκληρη τη νότια πλευρά του κτηρίου. Στο εσωτερικό των δωματίων, κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν πάγκοι, που εξυπηρετούσαν τη διδασκαλία ρητόρων και φιλοσόφων. Τα δωμάτια χρησίμευαν ως ελαιοθέσιον (χώρος όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με λάδι), ως κονιστήριον (δωμάτιο όπου οι αθλητές έριχναν σκόνη στο σώμα τους), ως αποδυτήρια και λουτρά. Αρχικά η παλαίστρα είχε δύο εισόδους στη νότια πλευρά της. Αργότερα στη βορειοδυτική γωνία της κτίσθηκε ένα πρόπυλο με τέσσερις δωρικούς κίονες στην πρόσοψη. Αυτή έγινε και η κύρια είσοδος στο κτήριο, ενώ η επικοινωνία με το παρακείμενο γυμνάσιο γινόταν μέσω μιας μικρής θύρας που υπήρχε στο μέσον περίπου του βόρειου τοίχου της παλαίστρας και οδηγούσε στη νότια στοά του γυμνασίου.
Η παλαίστρα αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε κατά τις νεότερες γερμανικές ανασκαφές. Από το μνημείο σώζονται μόνο τα κατώτερα, λίθινα τμήματα, ενώ έχουν αναστηλωθεί οι 32 από τους 72 κίονες του εσωτερικού περιστυλίου της αυλής.
Συντάκτης
Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος
Δίον.
Ανάγλυφο με την αναθηματική επιγραφή και με παράσταση της 'Iσιδας από την πρόσοψη του ναού της. Ήταν εντοιχισμένο στο μέτωπο του κεντρικού ναού, αφιερωμένο στην τριάδα: Σάραπις, Ίσις, Άνουβις απο το ζεύγος του Καλλιμάχου και της Κλήτας. Η θεά Ίσις εικονίζεται ως Δήμητρα με στάχυα και σκήπτρο. Το ρούχο της είναι δεμένο με το χαρακτηριστικό ισιακό κόμβο. Στο κεφάλι φορά ένα ασυνήθιστο καπέλο, όπου ήταν προσαρμοσμένος ο μηνίσκος της σελήνης. 2ου αι.π.Χ.
Αρχαία Ολυμπία.
Ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία ήταν το σημαντικότερο οικοδόμημα της Άλτεως στην Ολυμπία και δέσποζε σε περίοπτη θέση στο κέντρο της. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ναό της Πελοποννήσου, ο οποίος θεωρείται η τέλεια έκφραση, ο «κανών? της δωρικής ναοδομίας. Κτίσθηκε από τους Ηλείους προς τιμήν του Δία με τα λάφυρα από τους νικηφόρους πολέμους, που διεξήγαν κατά των τριφυλιακών πόλεων. Η ανέγερσή του άρχισε το 470 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 456 π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την αναθηματική επιγραφή των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι μετά τη νίκη τους κατά των Αθηναίων και των συμμάχων τους στη μάχη της Τανάγρας (457 π.Χ.), αφιέρωσαν χρυσή ασπίδα, που είχε αναρτηθεί κάτω από το κεντρικό ακρωτήριο του αετώματος. Αρχιτέκτων του ναού ήταν ο Λίβωνας ο Ηλείος, ενώ άγνωστος παραμένει ο καλλιτέχνης των αετωμάτων.
Ο ναός έχει προσανατολισμό Α-Δ και είναι περίπτερος με έξι κίονες στις στενές και δεκατρείς στις μακρές πλευρές. Το ύψος των κιόνων ήταν 10,43 μ. και η κατώτερη διάμετρός τους 2,25 μ. Οι κίονες και οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από ντόπιο κογχυλιάτη λίθο και καλυμμένοι με λευκό μαρμαροκονίαμα, ενώ μόνο τα γλυπτά των αετωμάτων, η κεράμωση και οι λεοντοκεφαλές-υδρορρόες ήταν από μάρμαρο. Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι δίστυλοι εν παραστάσι και στο δάπεδο του προνάου σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο ελληνιστικών χρόνων με παράσταση τριτώνων. Μπροστά στην είσοδο του προνάου, σε μικρό τετράγωνο χώρο που είναι στρωμένος με εξαγωνικές μαρμάρινες πλάκες, γινόταν η στέψη των Ολυμπιονικών. Ο σηκός χωρίζεται σε τρία κλίτη από δύο σειρές δίτονης κιονοστοιχίας, με επτά δωρικούς κίονες η καθεμία. Στο βάθος του σηκού ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάσθηκε από το Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και είχε ύψος πάνω από 12 μ. Ο θεός παριστανόταν καθισμένος στο θρόνο του, κρατώντας στο αριστερό χέρι σκήπτρο και στο δεξί μία φτερωτή Νίκη. Τα γυμνά μέρη του σώματός του ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ από χρυσό ήταν το ιμάτιό του και ο θρόνος, που έφερε ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις. Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων, το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 475 μ.Χ. Η μορφή του μας είναι γνωστή από απεικονίσεις του σε αρχαία νομίσματα και από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία (5.11). Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, εξαίρετο δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η αρματοδρομία μεταξύ του Πέλοπα και του Οινομάου, με κεντρική μορφή τον Δία, κύριο του ιερού και κριτή του αγώνα, ενώ στο δυτικό απεικονίζεται η Κενταυρομαχία, δηλαδή η μάχη μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων, με κεντρική μορφή τον Απόλλωνα. Στις δώδεκα μετόπες, που βρίσκονταν ανά έξι επάνω από την είσοδο του πρόναου και του οπισθόδομου, απεικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή, μυθικού γιου του Δία. Οι εξωτερικές μετόπες της περίστασης του ναού ήταν ακόσμητες. Αργότερα, επάνω σε αυτές αναρτήθηκαν 21 χάλκινες, επίχρυσες ασπίδες, που αφιέρωσε στο ναό ο Ρωμαίος ύπατος Μόμμιος προς τιμήν του Δία, σε ανάμνηση της νίκης του επί των Ελλήνων στον Ισθμό (146 π.Χ.). Το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος ήταν μία επίχρυση Νίκη, έργο του γλύπτη Παιωνίου, ενώ στα πλαϊνά ακρωτήρια είχε τοποθετηθεί από ένας επίχρυσος λέβητας. Ο ναός υπέστη σοβαρή καταστροφή, όταν πυρπολήθηκε ύστερα από διαταγή του Θεοδοσίου Β΄ το 426 μ.Χ., ενώ αργότερα, το 522 και 551 μ.Χ. γκρεμίσθηκε από τους δύο μεγάλους σεισμούς.
Η πρώτη ανασκαφή του μνημείου έγινε το 1829 από τη γαλλική αποστολή και η αποκάλυψή του ολοκληρώθηκε κατά την διάρκεια των γερμανικών ανασκαφών.Ο γλυπτός διάκοσμος έχει αποκατασταθεί σχεδό στο σύνολό του και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Τμήματα από τις ανάγλυφες μετόπες βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου από το 19ο αιώνα, οπότε και μεταφέρθηκαν από τη γαλλική αποστολή του Maison. Πρόσφατα αναστηλώθηκε ο ΒΔ κίονας της περίστασης.
Συντάκτης
Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος
Μυκήνες. Πύλη των Λεόντων
Οι Μυκήνες περιβάλλονται από τείχη οικοδομημένα από τεράστιους ογκόλιθους. Η κεντρική πύλη των τειχών είναι γνωστή ως η «Πύλη των Λεόντων». Στην «Πύλη των Λεόντων» συναντάμε μια κοινή πρακτική της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής: Κανονικά πάνω από το υπέρθυρο έπρεπε να τοποθετηθούν οι ογκόλιθοι από τους οποίους είναι χτισμένο όλο το τείχος. Όμως το υπέρθυρο δε θα μπορούσε να αντέξει το βάρος των υπερκείμενων ογκόλιθων: θα έσπαγε και η Πύλη θα κατέρρεε. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα το βάρος μετατοπίστηκε στα πλάγια, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένας κενός τριγωνικός χώρος πάνω από το υπέρθυρο. Στον τριγωνικό χώρο πάνω από το υπέρθυρο τοποθετήθηκε ένα γλυπτό. Απεικονίζονται δύο ζώα, μάλλον λιοντάρια, που πλαισιώνουν ένα κίονα. Πρόκειται για τον αρχαιότερο θυρεό του δυτικού κόσμου.
Σούνιο. Ναός του Ποσειδώνα.
Η τοποθεσία του Σουνίου σχετίζεται με το μύθο του Θησέα και του Μινώταυρου. O μύθος αυτός τοποθετείται χρονολογικά μία χιλιετία πριν κτιστεί ο ναός του Ποσειδώνα.
Ο Θησέας και ο Μινώταυρος: Γύρω στο 1.450 π.Χ. η Αθήνα ήταν βασίλειο, όπως όλα τα άλλα βασίλεια της εποχής. Στο λόφο της Ακρόπολης στη θέση του Παρθενώνα υπήρχε ένα ανάκτορο, όπου κατοικούσε ο βασιλιάς ο Αιγαίας με την οικογένειά του. Η Αθήνα εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο αίματος στη θαλασσοκράτειρα Κρήτη. Κάθε εννιά χρόνια επτά νέοι και επτά νέες κληρώνονταν και στέλνονταν στην Κρήτη προκειμένου να δοθούν ως τροφή στο Μινώταυρο, ένα φοβερό τέρας που είχε κεφάλι και ουρά ταύρου και κορμί άντρα. Ο Θησέας, ο γιος του Αιγαία, προσφέρθηκε να συμπεριληφθεί στην ομάδα των νέων που θα πήγαιναν στην Κρήτη και κατάφερε να σκοτώσει το Μινώταυρο, απαλλάσσοντας την Αθήνα από το φόρο αίματος. Ο Μινώταυρος κατοικούσε στο Λαβύρινθο, ένα πολύπλοκο σύστημα διαδρόμων. Ο Θησέας κατάφερε να τον εντοπίσει και να τον σκοτώσει. Πώς όμως βρήκε την έξοδο από το Λαβύρινθο; Η Αριάδνη, η κόρη του Μίνωα, που είχε ερωτευτεί το Θησέα, του έδωσε ένα κουβάρι νήμα. Τον συμβούλεψε να δέσει την άκρη του νήματος στην είσοδο και να το ξετυλίγει καθώς προχωρούσε στους διαδρόμους του Λαβυρίνθου. Έτσι, ο Θησέας ακολουθώντας την πορεία του νήματος μπόρεσε να βρει την έξοδο. Όταν, ο Θησέας έφυγε από την Κρήτη, για να επιστρέψει στην Αθήνα, πήρε μαζί του την Αριάδνη. Ήταν δυο ερωτευμένοι νέοι. Ο Θησέας όμως άλλαξε γνώμη και την εγκατέλειψε στη Νάξο, ένα νησί του Αιγαίου. Σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου, την εγκατέλειψε, επειδή σκεφτόταν μία άλλη κοπέλα στην Αθήνα. Στη Νάξο, ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του θεάτρου, βρήκε την Αριάδνη, την ερωτεύτηκε και την παντρεύτηκε.
Το πλοίο που μετέφερε τους νέους στην Κρήτη είχε μαύρα πανιά λόγω του τραγικού προορισμού των νέων. Ο βασιλιάς Αιγαίας είχε ζητήσει από το γιο του το Θησέα, εάν κατάφερνε να σκοτώσει το Μινώταυρο και να επιστρέψει ζωντανός από την Κρήτη, να αλλάξει τα μαύρα πανιά του πλοίου με λευκά. Ο Θησέας, όταν πήρε το δρόμο της επιστροφής, ξέχασε να αλλάξει τα μαύρα πανιά με λευκά. Ο πατέρας του, αντικρίζοντας τα μαύρα πανιά, αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα από ένα γκρεμό στο Σούνιο, όπου καθόταν όλη μέρα κοιτάζοντας προς τον ορίζοντα και ελπίζοντας να επιστρέψει ο γιος του ζωντανός. Η θάλασσα στην οποία έπεσε ο Αιγαίας ονομάζεται από τότε Αιγαίο Πέλαγος
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου.
Από τα πιο σημαντικά μνημεία της ελληνικής αρχαιότητας είναι το περίφημο θέατρο στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου, το τελειότερο και διασημότερο μνημείο του είδους, που συνδυάζει την τέλεια ακουστική, την κομψότητα και τις συμμετρικές αναλογίες, χαρακτηριστικά που εξαίρει ήδη από το 2ο αι. μ.Χ. ο περιηγητής Παυσανίας. Κατασκευάσθηκε στη δυτική πλευρά του Κυνορτίου όρους, στα τέλη της κλασικής εποχής, γύρω στο 340-330 π.Χ., στο πλαίσιο της γενικής ανοικοδόμησης του ιερού, και χρησιμοποιήθηκε τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. Σε αυτό τελούνταν οι μουσικοί, ωδικοί και δραματικοί αγώνες των Ασκληπιείων, κάθε τέσσερα χρόνια την άνοιξη, μετά τα Ίσθμια, καθώς και άλλες παραστάσεις δραμάτων, που συμπεριλαμβάνονταν στη λατρεία του Ασκληπιού. Σύμφωνα με τον Παυσανία, το θέατρο είναι έργο του Πολύκλειτου του Νεότερου, του αρχιτέκτονα που είχε κτίσει τη θόλο στο ίδιο ιερό, σχεδόν πενήντα χρόνια νωρίτερα. Ωστόσο, την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται σήμερα όλοι οι μελετητές και, σύμφωνα με μερικούς, ο δημιουργός του μνημείου παραμένει άγνωστος.
Το κοίλο του θεάτρου είναι κτισμένο στην πλαγιά του λόφου με ασβεστόλιθους και στα άκρα του στηρίζεται με πώρινους τοίχους. Η οικοδόμησή του έγινε σε δύο φάσεις. Αρχικά υπήρχε μόνο το κάτω διάζωμα, χωρητικότητας περίπου 8.000 θεατών, ενώ στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. προστέθηκε το ανώτερο τμήμα, το «επιθέατρον» και η χωρητικότητα του θεάτρου αυξήθηκε σε 13.000-14.000 θεατές. Ένα πλακόστρωτο διάζωμα, πλάτους 1,90 μ., χωρίζει το τμήμα του κοίλου, που κτίστηκε αρχικά, από το νεότερο. Το κατώτερο μέρος έχει 34 σειρές εδωλίων, που με 13 ακτινωτές κλίμακες διαιρούνται σε 12 ίσες κερκίδες, ενώ το ανώτερο αποτελείται από 21 σειρές εδωλίων, και με 12 επί πλέον ακτινωτές κλίμακες, κάθε κερκίδα του διαιρείται στα δύο. Η πρώτη και η τελευταία σειρά του αρχικού τμήματος, καθώς και η πρώτη σειρά του νέου έχουν καθίσματα με ερεισίνωτα. Το κοίλο περιβαλλόταν από ένα διάδρομο και έναν πώρινο προστατευτικό τοίχο, με είσοδο στο κέντρο του. Στις παρόδους κτίστηκαν μνημειακά δίθυρα πρόπυλα, από τα οποία ράμπες ανόδου οδηγούσαν στο προσκήνιο, ενώ ένας πλατύς διάδρομος χωρίζει το κοίλο από την ορχήστρα. Η ορχήστρα έχει σχήμα τέλειου κύκλου με διάμετρο 20 μ. και στο κέντρο της σώζεται η βάση για το βωμό του Διόνυσου, τη θυμέλη. Η εξαίσια αρμονία του θεάτρου οφείλεται στο μοναδικό του σχεδιασμό, βασισμένο σε κανονικό πεντάγωνο, στο οποίο εγγράφεται η ορχήστρα, καθώς και στη χρήση τριών κέντρων για τη χάραξη των καμπύλων σειρών των εδωλίων, από την οποία προκύπτει το ιδιαίτερο ωοειδές σχήμα του κοίλου: το πρώτο, στο κέντρο της ορχήστρας για τη χάραξη των κεντρικών κερκίδων, και τα άλλα δύο σε ίση απόσταση από αυτό, για τη χάραξη των ακριανών κερκίδων, της αριστερής και της δεξιάς αντίστοιχα. Με το τέχνασμα αυτό, όπως και με άλλα, π.χ. το λάξευμα κοιλοτήτων στη βάση των εδωλίων, ο αρχιτέκτονας βελτίωσε την απορρόφηση ή την αντανάκλαση των ηχητικών κυμάτων.
Το σκηνικό οικοδόμημα, που ήλθε στο φως ερειπωμένο, ήταν κτισμένο με πωρόλιθους και περιλάμβανε το προσκήνιο και μία διώροφη σκηνή, πλαισιωμένη με παρασκήνια. Αρχικά είχε δύο κιονοστοιχίες με πεσσούς, μία στην πρόσοψη του προσκηνίου, διακοσμημένη με ιωνικούς ημικίονες, και μία δεύτερη στην πίσω πλευρά της ισόγειας αίθουσας της σκηνής. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. το οικοδόμημα διαμορφώθηκε ώστε να προσαρμοστεί στις λειτουργικές αλλαγές, που ήθελαν τους ηθοποιούς να παίζουν αποκλειστικά στο λογείο, δηλαδή στην εξέδρα πάνω από το προσκήνιο, και όχι πλέον μπροστά σε αυτό. Η μία πλευρά κλείστηκε, ενώ στην πρόσοψη του ορόφου της σκηνής διανοίχθηκαν πέντε προσβάσεις προς το λογείο. Μεταφέρθηκαν τότε από το προσκήνιο στον όροφο οι κινητοί πίνακες ζωγραφικής, που τοποθετούνταν ανάμεσα σε πεσσούς για τη διαμόρφωση του σκηνικού ανάλογα με το δράμα που παιζόταν. Το σκηνικό οικοδόμημα διακοσμούσαν και γλυπτά, από τα οποία ελάχιστα διασώθηκαν. Κατά τη ρωμαιοκρατία το θέατρο διατήρησε τα ίδια χαρακτηριστικά, ακόμη και μετά την επισκευή του από τις καταστροφές που υπέστη κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 π.Χ., κυρίως στο σκηνικό οικοδόμημα.
Το μνημείο, αν και σκεπασμένο από επίχωση, παρέμεινε ορατό στο πέρασμα των αιώνων. Αποκαλύφθηκε πλήρως με τις ανασκαφές του Π. Καββαδία τα έτη 1881-83. Από το 1988, τη συντήρησή του ανέλαβε η Ομάδα Εργασίας Επιδαύρου. Είχαν προηγηθεί αναστηλωτικές εργασίες το 1907 στη δυτική πάροδο και τον παράπλευρο αναλημματικό τοίχο και τα έτη 1954-1963 από την τότε Διεύθυνση Αναστηλώσεως του Υπουργείου Παιδείας, με την αναδιάταξη και στερέωση εδωλίων και την ανακατασκευή αναλημματικών τοίχων. Το πρόγραμμα έχει ως στόχο την προστασία του μνημείου από τις φυσικές αιτίες φθοράς του και την αλόγιστη χρήση, την εκτέλεση επεμβάσεων άμεσης ανάγκης και σωστικού χαρακτήρα, καθώς και την αποκατάσταση επί μέρους τμημάτων του μνημείου (ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του δυτικού προπύλου). Από το 1954, το θέατρο χρησιμοποιείται κάθε καλοκαίρι για τις εκδηλώσεις των Επιδαυρίων, που περιλαμβάνουν κυρίως παραστάσεις αρχαίου δράματος και αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά γεγονότα στον κόσμο.
Συντάκτης
Όλγα Ψυχογυιού, αρχαιολόγος
Αρχαία Μεσσήνη. Στάδιο.
Σε κάθε μια από τις φωτογραφίες του ο Λουκάς αποτυπώνει τις δύο αιωνιότητες: αυτή του συμπάντος και αυτή του ανθρώπου πάνω στη γη. Έχοντας νυχτερινή πρόσβαση σε μερικούς από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, ο Λουκάς έστησε την κάμερά του και κατέγραψε με τις ώρες την ηρεμία των αρχαίων λίθων και τον ιλιγγιώδη στροβιλισμό του Γαλαξία. Περιστασιακά στις φωτογραφίες του διακρίνεται μια μυστηριώδης φιγούρα, κάποιος που απαθανατίστηκε να κινείται μέσα στην ακινησία των ερειπίων, κρατώντας μια δάδα, με την οποία φαίνεται ότι τελεί μια μυστηριώδη τελετή. Άλλες φορές είναι μόνος, και κάποιες άλλες φορές μαζί με δεκάδες άλλους πιστούς, που λαμβάνουν μέρος σε μια μεταμεσονύχτια ιεροτελεστία με τρεμάμενα φώτα, δείχνοντας την λατρεία τους στον έναστρο ουράνιο θόλο. Αυτή η φιγούρα φυσικά δεν είναι άλλος από τον ίδιο το Λουκά, ο οποίος μ’ έναν φακό στο χέρι μετακινείται από μέρος σε μέρος μπροστά από τη φωτογραφική του μηχανή, παγώνοντας τις κινήσεις του όσο χρειάζεται για να μπορεί να απαθανατιστεί η μορφή του στα άδεια στάδια και τα θέατρα όπου κάποτε ένα ετερόκλητο κοινό χειροκροτούσε, γελούσε και έκλαιγε.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Δήλος.Οικία της Κλεοπάτρας.
Σε μια κοντινή λοφοπλαγιά, στα ερείπια της πάλαι ποτέ αριστοκρατικής τους οικίας, βρίσκονται τα αγάλματα της Κλεοπάτρας και του Διοσκουρίδη, δύο εύπορων Αθηναίων, που έζησαν στη Δήλο το δεύτερο αιώνα π.Χ. Κι αυτά στέκονται πάνω σε βάθρα, διαμορφωμένα από Γάλλους αρχαιολόγους, σαν κομψοί οικοδεσπότες, φορώντας ενδύματα από ακριβό μετάξι, μαλλί και λινό, με τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση αποτυπωμένα στο σώμα τους. Τα πρόσωπά τους δεν υπάρχουν κι αν δεν είχαν ανακαλυφθεί οι επιγραφές που τους συνόδευαν, θα ήταν απλά ανώνυμοι, βουβοί μάρτυρες μιας άλλης εποχής.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Δελφοί.Ο θησαυρός των Αθηναίων.
«Τα πάντα ρει» έλεγε ο Ηράκλειτος, και τα λόγια του αντηχούν στο μυστηριώδη νυχτερινό ωκεανό που απαθανατίζει ο φακός του Λουκά. Στους Δελφούς, στο Θησαυρό των Αθηναίων, που αναβίωσαν οι Γάλλοι αρχαιολόγοι στις αρχές του εικοστού αιώνα από τα κατακερματισμένα κομμάτια που βρέθηκαν στο χωριό των παλαιών Δελφών, μια μυστηριώδης ανθρώπινη φιγούρα εμφανίζεται σ’ ένα φωτεινό σημείο, ενώ ακριβώς από πάνω του το αέτωμα δείχνει τον έναστρο νυχτερινό ουρανό της Φωκίδας.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Δίον.Το Ιερό της Ίσιδας.
Στο Δίον, που κάποτε ήταν το ιερό κέντρο των Μακεδόνων Βασιλέων, η λυγερόκορμη μαρμάρινη φιγούρα της Ιουλίας Φρουγιανής Αλεξάνδρας, με τον χιτώνα της τυλιγμένο σφιχτά πάνω της και τα μαλλιά τους σε περίτεχνο κότσο, στέκεται ξάγρυπνος φύλακας πάνω από το Ιερό της Ίσιδας, της Αιγύπτιας θεότητας που λάτρευαν τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ρωμαίοι. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο, ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος είχε χτίσει ένα ιερό αφιερωμένο στην Ίσιδα, ενώ πεντακόσια χρόνια αργότερα, το δεύτερο μ.Χ. αι. η Ιουλία μαζί και με άλλους προσέφερε χρήματα για τον εξωραϊσμό του ιερού. Ξεκινώντας το 1973, οι ανασκαφές των Ελλήνων αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Δημήτρη Παντερμαλή, έφεραν στο φως το μεγαλύτερο μέρος του αρχαίου οικισμού του Δίου, αλλά ο ποταμός Βαφύρας που πηγάζει από τον Όλυμπο ως Ελικώνας, απειλούσε το Ιερό της Ίσιδας και άλλες περιοχές της πόλης, με τη συνεχή άμπωτη και την πλημμυρίδα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ολοκληρωτική κάλυψη του Δίου με νερό, εάν δεν υπήρχε η σύγχρονη τεχνολογία.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Δελφοί.
Απ’ όλα τα σύμβολα της αρχαίας Ελλάδας, ο κίονας, σ’ όλες του τις μορφές, φαντάζει ο πιο οικείος. Όρθιος ή πεσμένος στο έδαφος, ο κίονας αντιπροσωπεύει έναν ολόκληρο χαμένο πολιτισμό, ελληνικό ή ρωμαϊκό, μια χιλιετία ανθρώπινης ιστορίας, μια στιγμή μέσα στο χρόνο. Στις φωτογραφίες του Λουκά είναι έντονα αυτά τα σύμβολα, κάποια κομματιασμένα, άλλα αναστηλωμένα, αψηφώντας για μερικούς ακόμα αιώνες τις φωτιές, τους σεισμούς, τους ανέμους, την ανθρώπινη καταστροφή, καταφέρνοντας να αγγίξουν τους ουρανούς σαν πανίσχυρα χέρια.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Αρχαία Κόρινθος.
Στη φωτογραφία της Κορίνθου, στο βάθος, καταλαμβάνοντας μόνο ένα μικρό κομμάτι του κάδρου, σε ισορροπία με το σκοτεινό περίγραμμα του ορίζοντα, βρίσκεται ο Ναός του Απόλλωνα που χτίστηκε τον έκτο αιώνα π.Χ. Γλίτωσε από την καταστροφή της Κορίνθου που προκάλεσαν οι Ρωμαίοι κατακτητές το 146 π.Χ., αφιερώθηκε στον Απόλλωνα για άλλη μια φορά όταν στην εξουσία ήταν ο Αυτοκράτορας Αύγουστος, ενώ κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης του 1821, λίγοι μόνο κίονες του ναού απέμειναν για να θυμίζουν το ελληνο-ρωμαϊκό παρελθόν της Κορίνθου. Σε πρώτο πλάνο βλέπουμε ένα κολάζ Ρωμαϊκών ερειπίων, με την αναστήλωση ενός ρωμαϊκού ναού από τους Αμερικανούς αρχαιολόγους, καταγράφοντας έτσι τη σύντομη και συνεχώς μεταβαλλόμενη ιστορία του ανθρώπου που περιβάλλεται από τα άστρα μιας χειμωνιάτικης νύχτας. Ίσως το μόνο πράγμα που είναι σίγουρο σ’ αυτή τη φωτογραφία είναι ότι αυτό που βλέπουμε δεν μπορεί να επαναληφθεί. Όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος (και πάλι όπως αναφέρει ο Πλάτωνας) «Δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ άν εμβαίης», δηλ. δεν είναι δυνατόν να εισέλθει κανείς στον ίδιο ποταμό δύο φορές.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Δήλος.Η οδός των λεόντων.
Ακολουθούμε τον Λουκά στη Δήλο, όπου η φωτογραφική του μηχανή απαθανατίζει μια σειρά από λιοντάρια που θυμίζουν περισσότερο σκύλους παρά αιλουροειδή, δίνοντας σου την αίσθηση ότι θα ακούσεις το βρυχηθμό ή το γάβγισμά τους στο μεταμεσονύχτιο ουρανό. Τα λιοντάρια αυτά που έφεραν στο φως οι Γάλλοι αρχαιολόγοι, αναστυλώθηκαν με μεταλλικούς πασσάλους που αντικατέστησαν τα μαρμάρινα πόδια τους και τοποθετήθηκαν σε βάθρα, κερδίζοντας ίσως μερικούς ακόμα αιώνες ζωής, ενώ σήμερα «ουρλιάζουν» στους γαλαξίες που στροβιλίζονται εκεί πάνω.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Σούνιο.Ναός του Ποσειδώνα.
Οι φωτογραφίες του Λουκά απαθανατίζουν τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, ο οποίος από τον 5ο π.Χ. αι. στεκόταν αγέρωχα σα φάρος, όπως ακριβώς κάνει ακόμα και σήμερα. Όταν οι ναυτικοί διέκριναν από μακριά τους κίονες, έχοντας ήδη διασχίσει τα επικίνδυνα ανοιχτά νερά ανάμεσα στις Κυκλάδες και την Αττική, γνώριζαν ότι είχαν φτάσει σχεδόν και πάλι ασφαλείς πίσω στην πόλη τους. Ακόμη και σήμερα, όταν η θάλασσα μοιάζει φουρτουνιασμένη, η θέα του ναού είναι όντως παρηγορητική. Στην Αθήνα, η νύχτα δεν είναι πια τόσο σκοτεινή μέσα από τις φωτογραφίες του Λουκά, καθώς η ατμοσφαιρική φωταγώγηση που προέρχεται από τον παρακείμενο πληθυσμό των 5 εκατομμυρίων κρατά το σκοτάδι μακριά.
Catherine de Grazia-Vanderpool, Αρχαιολόγος
Πρώην Πρόεδρος Γενναδείου Βιβλιοθήκης της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών
Κνωσός.Τα προπύλαια έξω από το Μέγαρο του Βασιλιά.
Αρχαία Ολυμπία.Το εργαστήριο του Φειδία.
Δυτικά της Άλτεως, έξω από τον ιερό περίβολο και ακριβώς απέναντι από το ναό του Δία, βρίσκεται το εργαστήριο του Φειδία. Εδώ ο μεγάλος γλύπτης της αρχαιότητας φιλοτέχνησε το τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, το οποίο ήταν ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το εργαστήριο οικοδομήθηκε στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ., όταν ο Φειδίας, μετά τα έργα του στην Ακρόπολη της Αθήνας, ήλθε στην Ολυμπία για την κατασκευή του αγάλματος. Τα ευρήματα και η κεραμική που προέρχονται από το μνημείο το χρονολογούν με ακρίβεια στην περίοδο 430-420 π.Χ. Αργότερα, το εργαστήριο μετατράπηκε σε χώρο λατρείας. Ο Παυσανίας αναφέρει (5.15.1), ότι όταν επισκέφθηκε το ιερό, το 2ο αι. μ.Χ., στο εσωτερικό του υπήρχε βωμός όπου γίνονταν θυσίες σε όλους τους θεούς. Τον 5ο αι. μ.Χ. στα ερείπια του κτηρίου κτίσθηκε μία παλαιοχριστιανική βασιλική.
Το εργαστήριο είχε περίπου τις ίδιες διαστάσεις με το σηκό του ναού του Δία (μήκος 32,18 μ. και πλάτος 14,50 μ.), ακριβώς για να εξυπηρετεί την κατασκευή του αγάλματος. Έχει προσανατολισμό Α-Δ, με ορθογώνια στενόμακρη κάτοψη και είσοδο στην ανατολική στενή πλευρά. Ήταν κτισμένο από κογχυλιάτη λίθο και το εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία κλίτη από δύο σειρές κιόνων. Στο κεντρικό, πιο πλατύ κλίτος είχε στηθεί το χρυσελεφάντινο άγαλμα, το οποίο είχε ξύλινο πυρήνα και πάνω του ο καλλιτέχνης τοποθετούσε τα χρυσά ελάσματα, τα ελεφάντινα και τα γυάλινα τμήματα. Φαίνεται ότι η επεξεργασία αυτών των τμημάτων γινόταν στα δωμάτια που βρίσκονται νότια και κατά μήκος του κτηρίου, όπου ήταν το κυρίως εργαστήριο. Από τα δωμάτια αυτά προέρχεται μεγάλος αριθμός ευρημάτων, όπως πήλινες μήτρες, που χρησίμευαν στην κατασκευή των πτυχώσεων του ιματίου του αγάλματος, τεμάχια ελεφαντοστού και ημιπολύτιμων λίθων, οστέινα εργαλεία χρυσοχοϊκής, καθώς και γυάλινα φύλλα ανθεμίων. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα του εργαστηρίου είναι μία μικρή μελαμβαφής οινοχόη, στη βάση της οποίας είναι χαραγμένη η επιγραφή ΦΕΙΔΙΟ ΕΙΜΙ, δηλαδή ''ανήκω στον Φειδία''. Το τελικό στήσιμο του αγάλματος προφανώς θα έγινε μέσα στο μεγάλο ναό του Δία, όπου μεταφέρθηκε και παρέμεινε για οκτώ περίπου αιώνες. Ο θεός απεικονιζόταν καθισμένος στο θρόνο του. Το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη του σώματός του ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ το ιμάτιο που φορούσε ήταν από χρυσό, διακοσμημένο με γυάλινα άνθη και ημιπολύτιμους λίθους. Ο θρόνος όπου καθόταν ο θεός ήταν επίσης από χρυσό και έφερε διακόσμηση από μυθολογικές παραστάσεις.
Αργότερα, μεταξύ του 435 και 451 μ.Χ., πάνω στους ορθοστάτες του αρχαίου κτηρίου οικοδομήθηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική. Ήταν ξυλόστεγη, τρίκλιτη και το ιερό της σχηματίσθηκε με την προσθήκη αψίδας στα ανατολικά, εκεί που βρισκόταν η είσοδος του εργαστηρίου. Το ιερό χωριζόταν από το σηκό με μαρμάρινα χαμηλά θωράκια, τα οποία διατηρούνται στη θέση τους έως σήμερα. Οι τοίχοι ήταν κτισμένοι με πλακαρές οπτοπλίνθους και το δάπεδο ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, οι οποίες αφαιρέθηκαν κατά την ανασκαφή, προκειμένου να μελετηθεί το παλαιότερο δάπεδο του εργαστηρίου. Η είσοδος της εκκλησίας είναι στη νότια πλευρά του νάρθηκα. Στο νάρθηκα βρέθηκαν χριστιανικές επιγραφές που μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με τη μαρμαρόστρωση του δαπέδου, καθώς και στοιχεία για τα επαγγέλματα της εποχής. Η βασιλική της Ολυμπίας είναι η αρχαιότερη γνωστή παλιοχριστιανική εκκλησία της Ηλείας, και καταστράφηκε από το σεισμό του 551 μ.Χ.
Το μνημείο καθαρίσθηκε αρχικά το 1829 από μέλη της γαλλικής αποστολής και από τότε υπήρχε η πεποίθηση ότι εκεί βρισκόταν και το εργαστήριο του Φειδία, η αποκάλυψη και μελέτη του οποίου ολοκληρώθηκε μεταπολεμικά, με τις γερμανικές ανασκαφές.
Συντάκτης
Ολυμπία Βικάτου, αρχαιολόγος
Δήλος.
Αστρικές τροχιές με επίκεντρο τον πολικό αστέρα.
Ο λέοντας σαν να θέλει να τον καταπιεί...
Δίον.
Κεφαλή αγάλματος λουσμένη από το αμυδρό φως φακού με το γαλαξιακό τόξο σε δεύτερο πλάνο.
Δίον. Το ιερό του Διός υψίστου.
Ο ιερός τόπος των αρχαίων Μακεδόνων, το Δίον της Πιερίας, που τα τελευταία τριάντα χρόνια μαζί με τα νερά που αναβλύζουν φέρνει στην επιφάνεια και τα θαυμάσια ιερά τα οποία συγκέντρωναν κάποτε τα αναθήματα των πιστών βασιλιάδων, αρχόντων και απλών ανθρώπων, προσφέρει ακόμη μία ανακάλυψη. Ενα ιερό αφιερωμένο στον Δία τον ύψιστο. Τον Δία παντοκράτορα. Τον παντοδύναμο θεό της κορυφής του Ολύμπου και συγχρόνως τον πρώτο από όλους τους θεούς. Και επειδή ένας θεός δεν μπορεί να μείνει για πάντα - όσο και να έχει εκπέσει και να μη λατρεύεται πια - κάτω από το παχύ στρώμα της λάσπης που φθάνει ως και τρία μέτρα, ο Δίας περίμενε ατάραχος τους ανθρώπους που θα τον έφερναν και πάλι στο φως. Ενθρονος, όπως ταιριάζει σε βασιλιάδες, με τα σύμβολα της εξουσίας στα χέρια, τον κεραυνό στο ένα και το σκήπτρο στο άλλο, αναδύθηκε ανέγγιχτος θαρρείς από τον χρόνο, σε φυσικό σχεδόν μέγεθος, επιβλητικός και μεγαλοπρεπής.
Δήλος.Ναός της Ίσιδος.
Ο μικρός δωρικός ναός της Ίσιδος, βρίσκεται στο Ιερό των Ξένων Θεών, στούς πρόποδες του Κύνθου. Οικοδομήθηκε στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. και επισκευάσθηκε από τους Αθηναίους το 135 π.Χ. Στο εσωτερικό του ναού σώζεται ακόμη το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, που λατρευόταν με διάφορα ονόματα και ήταν η προστάτις των ναυτικών και αυτή που έδινε καλή υγεία και τύχη.
Δήλος.Η Οικία του Διονύσου.
Η "Οικία του Διονύσου" είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα ιδιωτικής κατοικίας στην Δήλο γύρω στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αιώνα π.Χ. Ονομάστηκε έτσι από το περίφημο ψηφιδωτό του αιθρίου που παριστάνει τον Διόνυσο πάνω σ' έναν πάνθηρα. Ένας στεγασμένος διάδρομος οδηγεί από την οδό στήν κεντρική αυλή, που περιβάλλεται από περιστύλιο, στο οποίο ανοίγουν τα δωμάτια του ισογείου. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει υπόγεια δεξαμενή στεγασμένη με ένα σπουδαίο ψηφιδωτό δάπεδο, στην οποία συγκεντρωνόταν το νερό της βροχής. Μία λίθινη σκάλα οδηγεί στα κομψά ιδιαίτερα δωμάτια του πρώτου ορόφου.
Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου.
Ίσως η πιο δύσκολη φωτογραφία του όλου project.
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ανεβοκατέβαινα τις κερκίδες του θεάτρου πυροδοτώντας το φλας σε προκαθορισμένα σημεία που είχα επιλέξει.
Μέσα στα 12 λεπτά που διήρκησε η λήψη κατάφερα να αποτυπώσω την σιλουέτα μου 58 φορές, γεμίζοντας το άδειο θέατρο από αντίγραφα του εαυτού μου.
Επανέλαβα την φωτογραφία 3 φορές για σιγουριά, με αποτέλεσμα την επόμενη μέρα να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου....
Loukas Hapsis Photography
RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου