Ο Μανώλης Γλέζος είναι ο περί ου ο λόγος, ο οποίος, αν και πασίγνωστος ως αγωνιστής και πολιτικός, ως διανοούμενος επίσης, δεν είναι γνωστός, ευρέως τουλάχιστον, ως ποιητής. Και όμως θα έπρεπε κανείς να το περιμένει ότι αυτός, που νεαρό παιδί μαζί με έναν άλλο συνομήλικό του, τον Απόστολο Σάντα, κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, θα έγραφε και ποιήματα, αφού αυτή ήταν, πέρα από εθνική, μια...
ποιητική πράξη. Στον Απόστολο θα αφιερώσει το πολύ ωραίο ποίημα «Η μελωδία της ζωής». Και θα μελωδήσει γενικώς τα Κυκλαδονήσια του. Θα τα κάνει τραγούδια, ύμνο και έπαινο.
Το βιογραφικό του Γλέζου είναι γνωστό. Αγώνας κατά του κατακτητή, φυλακίσεις, ξανά αγώνας και πάλι φυλακίσεις, και έπειτα, αφού ήρθε η πολυπόθητη Ελευθερία, νέος αγώνας στο Κοινοβούλιο, ελληνικό και ευρωπαϊκό.
Αλλά εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα είναι πως τα ποιήματα δεν είναι εκβιασμένα να πουν κάτι που εξέθρεψε η ανάγκη, όπως ίσως πολλοί, βιαστικά, θα συμπέραιναν. Είναι ποιήματα άρτια τεχνικά και μεστά από ποιητική ουσία. Είναι εκφράσεις ποιητικές, γεμάτες από τα πάθη αλλά χωρίς την εξόφθαλμη και καθοδηγητική γραμμή που επιβάλλει η «στράτευση», όπως συμβαίνει όταν η τέχνη μπαίνει στανικά στην υπηρεσία ενός στόχου. Εδώ ο στόχος υπάρχει, είναι εμφανής, αλλά το ποίημα δεν υποχωρεί μπροστά του, εκείνη πάει μπροστά και τον φωτίζει με το Φως του ουρανού.
Στον τόμο που υπογράφει ο Ποιητής, και γράφω το Πι κεφαλαίο για να τονίσω τη σημασία που αποκτά ο τίτλος σ’ αυτό το ευγενικό και ηρωικό πρόσωπο, σ’ αυτόν τον Ποιητή, η συγκίνηση αρχίζει από τον τίτλο, Στα Κυκλαδονήσια η Αίσθηση στο Φως: Στιχουργεί, και αντλεί αυτή η αίσθηση τη στιχουργική της δύναμη από την άπλα του ουρανού και της θάλασσας και από το φύσημα του ανέμου που παίζει στη λύρα του ποιητή τα τραγούδια του, μεταμορφωμένα σε μέλος λυρικό, σαν ηχώ ξεκινημένη από τον αρχαίο εκείνον αυλητή ή αρπιστή της Κέρου, που καταφθάνει στ’ Απεράθου της Νάξου για να εμφυσήσει την καλλιτεχνία στον Μανώλη. Εκεί, σ’ αυτά τα νησιά, που τα μικρά μαρμάρινα αγαλματίδια έδειξαν πόσο παλιά είναι η μοντέρνα τέχνη και πόσο φως αφομοίωσαν για να λάμπουν στους αιώνες, εκεί γεννήθηκε ο Μανώλης.
Τον Σεπτέμβρη του 1922 άνοιξε τα μάτια του στο φως της ζωής. Σαν να ήταν της μοίρας του, γεννήθηκε μαζί με τη Μικρασιατική Καταστροφή και έζησε όλες τις καταστροφές που ακολούθησαν. Όμως, γερό σκαρί, πελεκημένο στην πέτρα και σμιλεμένο από τον άνεμο του νησιού του, άντεξε σε όλες τις φουρτούνες και τις τρικυμίες. Και γράμματα έμαθε και αγωνιστής έγινε και βουλευτής και ποιητής. Στην εργογραφία του αναφέρονται δεκατρείς τίτλοι, οι οποίοι παραπέμπουν σε συγγράμματα και θέματα σχετικά με τις φυλακές, τα βιβλία, τα πολιτικά συστήματα, την ιστορική μνήμη, την Αντίσταση και τα ποιήματα. Κι ακόμα τίτλοι όπου ο Γλέζος έχει συμμετοχή. Είναι μακρύς ο κατάλογος.
Επανέρχομαι στο Φως και ξανακοιτάζω την ποιητική αίσθηση και διάθεση που αποκτά αυτό το γενεσιουργό Φως που στιχουργεί τον κόσμο. Κάπως σαν Οδυσσέας Ελύτης ο Μανώλης Γλέζος: Κυκλάδες, Νησιά, Φως και Τέχνη. Το Φως κανοναρχεί. Αυτό η αρχή και η ώρα η πρώτη. Ο Γλέζος ως νησιώτης, γεννημένος στη Νάξο, στο κέντρο της θάλασσας με τον ουρανό από πάνω του, είναι σαν να βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος κόσμου. Στο εξώφυλλο του βιβλίου του η Πορτάρα δίνει σήμα από πού μπαίνει κανείς στην επικράτεια αυτού του κόσμου του φωτός.
Τα ποιήματα είναι πολλά. Κάθε ένα και μια αφιέρωση σε κάποιο φίλο, φίλη, αγωνιστή, συναγωνιστή: Μελίνα Μερκούρη, Σπύρος Μουστακλής, Αλέκος Παναγούλης, Νικηφόρος Μανδηλαράς, Κώστας Λουλές, Κώστας Βάρναλης, Μάρκος Αυγέρης, Γιάννης Ρίτσος, Μενέλαος Λουντέμης και άλλοι πολλοί, καθένας και από ένα χελιδόνι που κελάηδησε για να φέρει την Άνοιξη. Αλλά εκείνο που εκπλήσσει ευχάριστα είναι πως τα ποιήματα δεν είναι εκβιασμένα να πουν κάτι που εξέθρεψε η ανάγκη, όπως ίσως πολλοί, βιαστικά, θα συμπέραιναν. Είναι ποιήματα άρτια τεχνικά και μεστά από ποιητική ουσία. Είναι εκφράσεις ποιητικές, γεμάτες από τα πάθη αλλά χωρίς την εξόφθαλμη και καθοδηγητική γραμμή που επιβάλλει η «στράτευση», όπως συμβαίνει όταν η τέχνη μπαίνει στανικά στην υπηρεσία ενός στόχου. Εδώ ο στόχος υπάρχει, είναι εμφανής, αλλά το ποίημα δεν υποχωρεί μπροστά του, εκείνη πάει μπροστά και τον φωτίζει με το Φως του ουρανού. Είναι Ποίηση χωρίς ταμπέλες και χωρίς πειθαναγκασμούς. Είναι ένα «ευλογητός» ο Θεός και η Φύση γι’ αυτή την ομορφιά που γεννήθηκε και ρίζωσε και έζησε και μεγαλούργησε. Η ιστορία των Κυκλαδονησιών αναπτύσσεται σαν ένα Εγκώμιο.
Το πρώτο ποίημα, με τίτλο «Συγγνώμη για την αποκοτιά» τραβάει αμέσως την αυλαία και αποκαλύπτει τι έχει στο νου του ο ποιητής να μας πει. Και φυσικά απευθύνεται σε όποιον νόμισε πως τα Κυκλαδονήσια είναι εκείνα που φιλοξενούν ανέμελους τουρίστες ή τους άλλους, τους κατ’ ανάγκην «τουρίστες». Ο Ποιητής όμως μιλάει για το Φως, για τη γέννηση του κόσμου του μέσα στη θάλασσα: «Γαιότοποι του Αιγαίου/ όπως τους γράφει η θάλασσα, η αίσθηση στο φως,/ του γεννηθέντος ου ποιηθέντος, η τέχνη του στιχουργού,/ του χτίστη, του μύστη της πέτρας,/ το κίνητρο οδηγός,/ για τούτη την απόπειρα προσέγγισης / με τις αισθήσεις, τη γνώση, τη φαντασία/ στα Κυκλαδονήσια». Ποιος αλήθεια δεν αναγνωρίζει κάτι από Παλαμά και Σικελιανό, ποιος είναι αυτός που δεν νιώθει πως ο Ποιητής έχει αφομοιώσει την ελληνική μεγάλη ποίηση και με αυτήν κληρονομιά στιχουργεί τα Κυκλαδονήσια του. Και μας ζητά συγγνώμη για την «αποκοτιά» του (και ποιοι είμαστε μείς;) να διακονέψει στο ναό «που θάλλει/ η αιώνια ομορφιά της γαίας/ κι η συνείδηση του ανθρώπου/ να μην την πληγώσει/ να μην την μολέψει/ με τα έργα του». Ένας πιστός, διάκονος στο Ναό της ομορφιάς, στα νησιά του, στην «Κυκλάδα» του, εκεί που απέκτησε συνείδηση της ομορφιάς και της γης του, εκεί που ένοιωσε ότι υπάρχει, εκεί που: «τα φώτα της παραλίας/ κρατούν ανθισμένα τα μάτια/ θωρώ το κυκλαδίτικο Πολυνήσιο/ ν’ αρμενίζει πλησίστιο στο Αρχιπέλαγος». Εκεί που παρακολούθησε την «ανάδυση της Αιγηίδας/ από τη θάλασσα Τηθύ», εκεί που «Τα πλεούμενα φορτωμένα τα ζα,/ τα σταφύλια, τις ελιές και το φως/ γυροφέρνουν από νησί σε νησί», εκεί που «Οι Κυκλαδίτες εγκάτοικοι [...] Χάιδευαν τα ξύλα και τα μάλαζαν,/ τα έφτιαχναν τα ναυπηγούσαν/ και τα ’ριχναν στη θάλασσα,/ στα ταξίδια της λιποταξίας/ από την ακινησία», εκεί «τα πλεούμενα της φαντασίας» «Κάνθαροι και Πάρωνες» «βάρκες, τρεχαντήρια και μαούνες» ταξιδεύουν αιώνες τώρα, εκεί «φιδοσέρνονται... οι πέτρινοι φράχτες», εκεί, «Ο χτίστης της ξερολιθιάς/ ο μέγας ιεροφάντης», «Τα κυκλαδικά χωριά, / χτισμένα παρά θιν’ αλός [...] συνέχεια της εδαφικής μορφολογίας [...] δεν πληγώνουν τη γη/ γεννήθηκαν μαζί της» εκεί.
Τα ποιήματα του Γλέζου είναι ύμνοι στη γη την ελληνική, στην κυκλαδίτικη, που με την ομορφιά της κέντρισε την καλλιτεχνική ευαισθησία των δημιουργών, που δικαίως προκάλεσε το ενδιαφέρον των επισκεπτών και, ακόμα πιο πολύ, κέντρισε τον ίδιο να την υμνήσει, αυτήν τη μάνα, τη μήτρα της ζωής και του πολιτισμού. Και υμνώντας αυτήν, υμνεί και τη γλώσσα την αρχαία, έτσι όπως καταλήγει στους στίχους του, γεμάτη από ομηρικό αέρα, φορτωμένη από μνήμες, παλιά θαλασσινά ταξίδια και άπειρες περιπέτειες.
Είναι πια εμφανής η πρόθεση του ποιητή να υμνήσει τα νησιά του και το φως τους, την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους, τη σοφία των ανθρώπων τους να μεταχειριστούν τη γη τους έτσι ώστε να μη διαπράξουν ύβρη πάνω στα χώματά τους (ό,τι ο σύγχρονος πολιτισμός αγνόησε αλαζονικά αυθαιρετώντας). «Σ’ αυτές τις αμμουδιές [...] δεν ξεδιαλύνεις / τα θαλασσινά από τα στεριανά ύδατα./ Τις φλέες του νερού από τις αναβάλλουσες». Ο κυκλαδίτικος ήλιος «αρματώνει τους γιους του [...] που πάνε να πολεμήσουν / τη βία και το ψέμα».
Μετά από το γενικό αφιερωματικό της ενότητας «Προστιάδα», ακολουθούν τα «Οριονήσια», τα νησιά φύλακες, το καθένα με το όνομά του, το ποίημα του, το πάθημά του, το κλέος του, τον ύμνο του, το βασανισμό του. Παράδειγμα το Μακρονήσι, όπου «ανθρωπόμορφα τέρατα/ βασανίζουν ανθρώπους» κι έγινε «Μιαν απολιθωμένη σάρκα/ παραδομένη στο έλεος της τρικυμίας/ του ανέστιου δακρυόεντος πάθους/ ως αναίσθητος αμνός επί σφαγήν». Ο «Καλόγερος», νησί που «φοβούνται οι θαλασσοπόροι./ Πονοκέφαλος για τους ιστοριογράφους», «σκοπόσημο». Τα «Χτένια» με τους γλάρους, τους κορμοράνους και τα βαρβάκια. Η Αμοργοπούλα που ξεπετάγεται «Από το βένθος της αλός». Η Ανάφη που την περιβάλλει ο «γηεράνειος , ιεροειδής πόντος» και τα νερά «ιριδίζουν το ρίγος».
Τα ποιήματα του Γλέζου είναι ύμνοι στη γη την ελληνική, στην κυκλαδίτικη, που με την ομορφιά της κέντρισε την καλλιτεχνική ευαισθησία των δημιουργών, που δικαίως προκάλεσε το ενδιαφέρον των επισκεπτών και, ακόμα πιο πολύ, κέντρισε τον ίδιο να την υμνήσει, αυτήν τη μάνα, τη μήτρα της ζωής και του πολιτισμού. Και υμνώντας αυτήν, υμνεί και τη γλώσσα την αρχαία, έτσι όπως καταλήγει στους στίχους του, γεμάτη από ομηρικό αέρα, φορτωμένη από μνήμες, παλιά θαλασσινά ταξίδια και άπειρες περιπέτειες. Δεν μπορούμε να αφήσουμε ασχολίαστες λέξεις και φράσεις όπως: «Κυκλάδα», «μολυβδόχροη», «υψικάρηνοι κρημνοί», «αλίπληκτα νησιά», «Αιπηνά κάρηνα», «νησιά περίρρυτα θαλάσσης», «βραχονησίδια αρίφνητα».
Το γλωσσάρι που παραθέτει διαφωτίζει τον αναγνώστη εκεί που το νόημα παίρνει να σκοτεινιάζει, αν και η γλώσσα έχει τον τρόπο της πάντα, και στα σκοτεινά, να φέγγει και να κελαηδεί. Και ο ποιητής, ο πολλά παθών, δεν μεμψιμοιρεί, παραμερίζει το κακό στην αφανή άκρη του στίχου και υψώνει αίνο στη ζωή που του δόθηκε σ’ αυτή τη φωτεινή γη. «Ξαναβρήκα τη Νιο», λέει σ’ ένα ποίημα, σαν να λέει: ξαναβρήκα τον παράδεισο.
Στις τελευταίες σελίδες του τόμου περιλαμβάνονται ενημερωτικές σημειώσεις για τα πρόσωπα, το τι και πώς της δημιουργίας. Μια μικροϊστορία που καθόλου μικρή δεν είναι. Και ο τόμος όλος μια Βίβλος που ο ποιητής με σοφία, αγάπη και ευγνωμοσύνη εποίησε. Ένα Άξιον Εστί, σαν του Οδυσσέα Ελύτη, συνέθεσε ο Μανώλης Γλέζος, και ας με συγχωρέσουν και οι δύο ποιητές για τη σύγκριση, αλλά έτσι ένιωσα την προσφορά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου