Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Η αμήτωρ και θεαγωγός Ελληνική γλώσσα στην Οικονομική επιστήμη

Κ ω σ τ ή ς  Στυλ. Λ ε β ο γ ι ά ν ν η ς
Τράπεζα της Ελλάδος (Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών, έτος 2006)
 πρ.Γενικός Γραμματεύς της Ενώσεως Κυκλαδικού Τύπου


Η κατά τον ισόθεο Όμηρο αμήτωρ και θεαγωγός Ελληνική γλώσσα
στη σφαίρα της Οικονομίας και της Οικονομικής επιστήμης
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
*
Σημείωμα υπ΄αριθμόν 1
«Ει θεοί διαλέγονται τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται»
(Εάν οι θεοί συνομιλούν, την γλώσσα των Ελλήνων χρησιμοποιούν)
               Μάρκος Τύλλιος Κικέρων



Στα υπό τον ύπερθεν τίτλο σημειώματά μας εξετάζομε τα συχνότερον απαντώμενα σφάλματα κατά τη χρήση της ελληνικής γλώσσης εξ επόψεως γραμματικής, συντακτικού και λογικής ευσταθείας ή καταλληλότητος λέξεων ή εκφράσεων διατυπουμένων στη σφαίρα της Οικονομίας και της οικονομικής Επιστήμης. Υπό τον τίτλο αυτό υποκρύπτεται και η άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή ο προϊών αφελληνισμός της γλώσσης, όπως αυτός προσδιορίζεται από το οσημέραι ογκούμενο κύμα εισβολής ξένων λέξεων ή εκφράσεων στο ελληνικό οικονομικό λεξιλόγιο αλλά και η ευρυτάτη  χρήση των λεγομένων αντιδανείων, τουτέστιν των  καθαρώς ελληνικών λέξεων των εξαχθεισών, τρόπον τινά, εις την ξένην και μετέπειτα εισαχθεισών στο λεξιλόγιο μας ως ξένων.
Τα παραδείγματά μας είναι ειλημμένα εκ του καθ΄ ημέραν οικονομικού βίου, του τε οικονομικού και πολιτικού τύπου, εκ συγγραμμάτων και κειμένων οικονομικού περιεχομένου, εξ ομιλιών κ.ο.κ. (όπου δεν επικαλούμεθα πηγή, σημαίνει ότι το σφάλμα είναι τόσον ευρέως διαδεδομένον, ώστε παρέλκει να καταφύγομε σε συγκεκριμένη επισήμανση).   Είμεθα  ακραδάντως πεπεισμένοι ότι διά των «ανά χείρας»,  σημειωμάτων   προσφέρομεν καλές υπηρεσίες, ιδία δε στη νέα γενεά , η οποία πρέπει να φυλάσσει, ως  ιερή  παρακαταθήκη, την καθαρότητα  της ελληνικής γλώσσης, το ανεκτίμητο αυτό  μνημείο του παγκόσμιου πνευματικού πολιτισμού,  τη μητέρα των γλωσσών,την αμήτορα και  θεαγωγό, κατά τον ισόθεο ΄Ομηρο.
΄Οπως τονίζει στον πρόλογο του δίτομου εγκυκλοπαιδικού και γλωσσικού λεξικού του “ΠΑΠΥΡΟΥ”, εκδοθέντος εν έτει 1961,ο επιμεληθείς την σύνταξη αυτού, ο εκ Κωμιακής Νάξου αείμνηστος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής και διατελέσας Πρύτανις του Αθήνησι Πανεπιστημίου  Στυλιανός Γ.Κορρές: «παρά την συντελουμένην  μεγάλην πρόοδον εν τε τη Επιστήμη και τη Τέχνη και τα καταπληκτικά τω όντι επιτεύγματα του ανθρώπου εν αυταίς,    ημελήθη δεινώς ,ως μη ώφελεν, η παιδεία και ιδιαιτέρως η διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος, τούτου δ΄ ένεκα και πανταχόθεν παρατηρείται  και  διαρκώς διαπιστούται και ελέγχεται πτώσις της στάθμης της γραμματικής ιδία μορφώσεως των νεωτέρων Ελλήνων, έχουσα, ως εικός, παν άλλο ή ευχάριστα αποτελέσματα ως προς την γενικωτέραν αυτών μόρφωσιν, επομένως και την σημαντικωτέραν αυτών πρόοδον. Διότι είναι αναμφισβήτητον ότι δεν δύναται να γίνη λόγος περί πνευματικής εργασίας, περί θεραπείας επιστήμης, περί ερεύνης και προόδου εν τινι γλώσση, όταν δεν υπάρχει τελεία γνώσις της γλώσσης αυτής, πάσης γλώσσης, μάλιστα δε της τόσον πλουσίας εις λέξεις αλλά και τύπους γραμματικούς  ελληνικής γλώσσης.»


Προϊόντος του χρόνου θα αναλύομε λέξεις και φράσεις περιέχουσες σφάλματα,Γραμματικής(συμπεριλαμβανομένου και του ετυμολογικού μέρους αυτής), Συντακτικού (συμπεριλαμβανομένου και του «περί σχημάτων λόγου» μέρους αυτού, σφάλματα  λογικής φύσεως,καθώς, επίσης, αντιδάνεια και  ξενισμούς.
Ιδού μερικές περιπτώσεις:
Γραμματικές:
  • «Στα πλαίσια της ασκουμένης νομισματικής πολιτικής», αντί του ορθού στο πλαίσιο.....αφού υποτίθεται ότι οι όροι ασκήσεως της νομισματικής πολιτικής εγκλείονται, τρόπον τινά, εντός πλαισίου, το οποίο είναι ένα (οι πλευρές του είναι τέσσαρες !!)
  • «Ο…αναλογούν φόρος», αντί του ορθού ο αναλογών, αφού η μετοχή των  συνηρημένων ρημάτων εις έω=ώ είναι –ων, τουτέστιν: αναλογέ-ω = αναλογώ, ο αναλογέ-ων = ο αναλογών, η αναλογούσα, το αναλογούν.  Π. χ.  λέγομε  το αναλογούν  χαρτόσημο, το κινούν αίτιον κ.ο.κ. Η φράση αυτή εκφέρεται ευρέως καθ΄ έκαστον έτος κατά την περίοδο της υποβολής των φορολογικών δηλώσεων.
  • «Το εθνικό εισόδημα  το …μετρώμενον επί του οριζοντίου άξονος», αντί  του ορθού το μετρούμενον ,αφού το ρήμα είναι συνηρημένο κατά τα εις έω=ω, ήτοι : μετρέω=μετρώ και η μετοχή αυτού : ο μετρούμενος , η μετρουμένη , το μετρούμενον.(βλ. τη φράση: αεί ο θεός ο μέγας γεωμετρεί
  • Ο στασιμοπληθωρισμός: Ο εισαγαγών τον όρο αυτό ατύχησε κατά τη σύνθεση των λέξεων  στασιμότης και πληθωρισμός, διότι, απλούστατα, οι λέξεις δεν συντίθενται, όπως δεν υπάρχει δυνατότης συνθέσεως των λέξεων: παραγωγικότης και πληθωρισμός ή παραγωγικότης και Ανάπτυξη. Εις το παράδοξον, όμως, της συνθέσεως αυτής θα αναφερθούμε εκτενώς σε επόμενο σημείωμα, όπως, επίσης, και στις κάτωθι λέξεις.
  • Οικονομία, Οικονομετρία,  οι …θύλακες,  δημοσιονομική θεωρία,συστημικός,το ρήμα ενσκήπτω (αντί του εγκύπτω),το άκλιτο) ευρώ, η οικονομολογία,το έτυμον,ήτοι η αληθής σημασία, της λέξεως προϊόν,το  αναγκαιοίν,η Τράπεζα και το έτυμον αυτής,η αγορά και το έτυμον αυτής κ.λ.π


Συντακτικές: των εικοσιμιάς μονάδος κ.λ.π


Λογικής φύσεως: «οι ρυθμοί ανόδου της οικονομίας", «το γεγονός ότι θα»,«η πλειοψηφία των δημοσίων δαπανών»,«το Χ μέγεθος σημείωσε αύξηση της τάξεως του 5%, ακριβώς!» « το ισοζύγιο σημείωσε αύξηση»,«οι μετοχές στο χρηματιστήριο βρίσκονται σε υπερπωλημένα επίπεδα», …και άλλα επίσης,ων ουκ έστι αριθμός.
Αντιδάνεια: ο τζίρος του Χρηματιστηρίου κ.ο.κ
Ξενισμοί: το μοντέλο,το κόστος,το test, τα standards  κ.λ.π.


Α ν α π τ υ ξ ι α κ ό ς  ή  α ν α π τ υ κ τ ι κ ό ς;


Παρακατιόντες, αποδεικνύομε ότι όλως εσφαλμένως έχει επικρατήσει το επίθετο αναπτυξιακός(αναπτυξιακή πορεία, προσπάθεια κ.ο.κ).Το ορθόν είναι το δεύτερο,ιδού δε διατί:  Επίθετα παράγωγα εκ ρημάτων σχηματίζονται δια προσθήκης παραγωγικών προσφυμάτων τα  οποία μάλιστα απαριθμεί περιοριστικώς ο πρύτανις των Ελλήνων Φιλολόγων Αχιλλεύς Τζάρτζανος στο κλασσικό σύγγραμμά του «Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης». Τα προσφύματα αυτά έχουν καταλήξεις σε σε:
-ος και –τέος (π.χ. βαίνω βα-τός, αφαιρέ-ω = αφαιρώ αφαιρε-τέος)
-ας  ( π.χ. μείγνυμιμιγ-άς)
-ης (μείγνυμιαμιγ-ής)
-ός (λείπομαιλοιπ-ός)  
-νός (στίλβωστιλπ-νός)  
–ανός (στέγωστεγ-ανός)
–ρός (λάμπωλαμπ-ρός)
–ερός (θάλλωθαλ-ερός)
–ικός (άρχωαρχ-ικός ήτοι ο ικανός να άρχει)
–ιμος (ωφελώωφέλ-ιμος)
–μων (επιλανθάνομαιεπιλήθ-μωνεπιλήσμων).Σημ.το θέμα    του ρήματος είναι επιληθ και το θ προ του μ γίνεται σ,   όπως και το δ, π.χ. άδωάδμα = άσμα)
τήριος (σώζω,το θέμα είναι σω+τήριος=σωτήριος)
–τικός (αμύν-ομαι αμυν-τικός, μεγεθύν-ω μεγεθυν- τικός
Τοιουτοτρόπως καιεκ του ρήματος αναπτύσσω παράγεται το επίθετο αναπτυκ-τικός εάν εις το θέμα του ρήματος προστεθεί η κατάληξη -τικός. Αλλά το θέμα του ρήματος αυτού είναι είναι αναπτυχ- και συνεπώς έχομε: αναπτυχ+τικός=αναπτυχτικός,αλλά το δασύ χ προ του ψιλού τ γίνεται ομόπνουν,ήτοι συμπνευματίζεται και γίνεται κ, άρα  το επίθετο γίνεται αναπτυκτικός.  
Ειρήσθω,εν παρόδω, ότι  ουρανικόληκτα ρήματα δηλ. τα έχοντα χαρακτήρα  κ,γ,χ  σχηματίζουν τον ενεστώτα  εις –σσω ή ττω και η κατάληξη αυτή προκύπτει εάν στο θέμα του ρήματος(εν προκειμένω  αναπτυχ) προστεθεί το(μη υφιστάμενος σήμερα) ημίφωνο j (προφέρεται γιωτ) και η κατάληξη,οπότε έχομε αναπτύχ+j+ω αναπτύσσω.  Παρομοίως,πράγ-j+ω→ πράσσω  ή  πράττω,φυλάκ-j+ωφυλάσσω  ή φυλάττω,ταράχ-j-ωταράσσω ή ταράττω(πρβλ. « μη μου τους κύκλους τάραττε»).Οι χαρακτήρες κ,γ,χ φαίνονται ευκρινώς στα παραγόμενα εκ των ρηματων ουσιαστικά: Αναπτύχ+j+ω=αναπτύσσωανάπτυχ+σιςανάπτυξις,διότι χ+σ=ξ. Επίσης,πράγ+j+ω πράσσω ή πράττωπράγ-σις=πράξις διότι γ+σ=ξ.Επίσης διαταράχ+j+ω=διαταράσσω και διατάραχ-σις=διατάραξις διότι χ+σ=ξ.
  Συνάγεται,επομένως,ευχερώς ότι το επίθετο αναπτυκτικός  πηγάζει όχι από το ουσιαστικό ανάπτυξις αλλά ευθέως από το ρήμα αναπτύσσω (αναπτυχ-τικός , αλλά το χ προ του οδοντικού  γίνεται ομόπνουν προς αυτό,ήτοι συμπνευματίζεται καιγίνεται κ).Καθ΄όμοιον τρόπον το επίθετο το προερχόμενο εκ του ρήματος  πράττω  ή  πράσσω (που ανήκει στην αυτή με το ρήμα «αναπτύσσω» κατηγορία)  είναι πραγ-τικός=πρακτικός και όχι πραξ-ιακός(!!!),το επίθετο εκ του επιφυλάσσω ή επιφυλάττω είναι  επιφυλακ-τικός και όχι επιφυλαξιακός(!!!).Επίσης,εκ του ρήματος μεγεθύν-ω το παραγόμενο επίθετο είναι μεγεθυν-τικός και όχι μεγεθυνσιακός(!!!)διότι το επίθετο απορρέει απ’ ευθείας εκ του ρήματος,όπως άλλωστε και το ουσιαστικό μεγέθυνσις προκύπτει εκ του ρηματικού θέματος μεγεθυν δια της προσθήκης της παραγωγικής καταλήξεως –σις.


Εις επίρρωση των όσων ισχυριζόμεθα επικαλούμεθα και τα ακόλουθα:
α.Επίθετα παράγονται και εξ ονομάτων (ουσιαστικών και σπανίως επιθέτων) με παραγωγικά προσφύματα τα οποία αναγράφονται περιοριστικώς στην Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής του Αχιλλέως Τζαρτζάνου.Μεταξύ αυτών είναι καιτο πρόσφυμα –κός(-ικός, -ακός) π.χ. πανήγυρι-ς πανηγυρι-κός,  Αθηνα-ίος Αθηνα-ϊκός, Ρόδ-ιος Ροδ-ιακός. Το επίθετο λ.χ  πτυχιακός προέρχεται, πράγματι, εκ του  ουσιαστικού: πτυχίο διά προσθήκης στο θέμα πτυχ της καταλήξεως –ιακός (επίσης πτυχ-ή πτυχ-ώδης=ο πλήρης πτυχών).


β.Δοθείσης ευκαιρίας σημειούται εδώ ότι πρέπει να γνωρίζει τις όχι μόνο τη συγγένεια μεταξύ δύο λέξεων αλλά και ποία είναι η πρωτότυπη και ποία η παράγωγος, ήτοι ποία παράγεται εκ ποίας. Και η μήτηρ με την θυγατέρα αυτής έχουν συγγένεια αλλά η θυγάτηρ  προέρχεται εκ της μητρός και όχι η μήτηρ εκ της θυγατρός! Τοιουτοτρόπως,η ανάπτυξις προκύπτει εκ του αναπτύσσω δια προσθήκης - ως προελέχθη - του προσφύματος –σις στο ρηματικό θέμα που είναι αναπτύχ (+j+ω=αναπτύσσω). Επίσης,δια προσθήκης στο θέμα της καταλήξεως –τικός γεννάται το επίθετο αναπτυκτικός. Καθ΄ όμοιον τρόπον έχομεν: πράγ+j+ω=πράσσω ή πράττωπράγ+σις-=πράξις και ο σχετιζόμενος με την πράξη καλείται:πραγ+τικός=πρακτικός(και όχι πραξιακός),  διαταράχ+j+ω=διαταράσσω ή διαταράττω και διατάραχ+σις=διατάραξις και διαταχ+τικός=διαταρακτικός (Λέγομεν,επί παραδείγματι …διαταρακτικοί της οικονομικής ισορροπίας παράγοντες κ.ο.κ. Σημειούται, περαιτέρω, ότι κατά την παραγωγή και την σύνθεση κανονικώς λαμβάνονται θέματα λέξεων και όχι ακέραιες λέξεις π.χ πόλι-ςπολί-της, λόγο-ς και γράφ-ω=λογογράφος,ανάπτυχ-σις=ανάπτυξις,αναπτυχ-τικός=αναπτυκτικός. Κατά συνέπεια,εάν είναιεσφαλμένο να λέγομε…πραξιακή (και όχι πρακτική) άσκηση  ή επιφυλαξιακή (και όχι επιφυλακτική )στάση άλλο τόσο εσφαλμένο είναι να λέγομε αναπτυξιακοί(και όχι αναπτυκτικοί)στόχοι.΄Εχει,όμως καθ΄ολοκληρία επικρατήσει ο τύπος αναπτυξιακός γι’αυτό και ο καθηγητής και πρ.πρύτανις του Αθήνησι Πανεπιστημίου Γεώργιος Μπαμπινιώτης αυτή και μόνο αυτή αναγράφει στο λεξικό του και όχι την λέξη αναπτυκτικός την οποία θεωρεί νεκρή ως μηδόλως ομιλουμένη.
γ.Αντιθέτως,στο εννεάτομο μέγα λεξικό της ελληνικής γλώσσης του Δ.Δημητράκου (Αθήναι, 1933, τόμος πρώτος) αναγράφεται το λήμμα αναπτυκτικός (και όχι αναπτυξιακός),ως δεικνύεται κατωτέρω στη σελίδα :
anaptyktikos
δ.Αλλά και σε παλαιά εγχειρίδια Πολιτικής Οικονομίας και πονήματα περί οικονομικής αναπτύξεως, ΟΥΔΑΜΟΥ ανευρίσκεται η λέξη αναπτυξιακός (βλ. Ξενοφών Ζολώτας: Περιφερεικός Προγραμματισμός και Οικονομική Αναπτυξις ή το περισπούδαστο σύγγραμμα του Αθ.Κανελλοπούλου: «Σύγχρονος Οικονομική ανάπτυξις».Επίσης,καθ΄α
ενθυμούμεθα,τον άδόκιμο αυτό όρο εισήγαγε στο ελληνικό λεξιλόγιο ο αγράμματος και φαιδρός τύραννος Στυλιανός Παττακός εν έτει 1967.  
                                                       
                                                                            *


Σημείωμα  υπ΄αριθμόν 2


«Κρείττον τοις ποσίν ή τη γλώσση ολισθείν»
                                                                                                           Ζήνων


2.1  ΣΤΑΣΙΜΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ
Η λέξη πάσχει κατά την σύνθεση. Οι εισαγαγόντες τον όρο υπονοούν,όπως είναι γνωστό,την συνύπαρξη του φαινομένου της στασιμότητος στην Οικονομία και του (ανερχομένου)πληθωρισμού ταυτοχρόνως.Συνεπώς, συντίθενται δύο λέξεις: ΣΤΑΣΙΜΟΤΗΣ  ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ. Αλλά σύνθετη λέξη προκύπτουσα εκ των δύο αυτών συνθετικών δεν υφίσταται!!! Όπως  δεν υφίσταται σύνθετη λέξη εκ των λέξεων π.χ:  ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ.
΄Απαντα τα σύνθετα κατά την σημασία των υπακούουν σε τέσσερις θεμελιώδεις κανόνες,ως κάτωθι:
  1. Τα αντικειμενικά:΄Ετσι καλούνται   τα σύνθετα εις τα οποία, όταν αναλύονται με κριτήριο τη σημασία των, το ένα εκ των συνθετικών μερών επέχει θέση αντικειμένου του άλλου π.χ  ο αρθρογράφος (=ο γράφων άρθρα),ο οιακοστρόφος(=ο στρέφων τον οίακα (ο οίαξ = το πηδάλιο).
  2. Τα κτητικά: Αυτά αναλύονται με τη μετοχή των ρημάτων έχω,φέρω,παράγω κτλ, ήτοι έχων,φέρων,παράγων και με αντικείμενο αυτής (της μετοχής) αμφότερα τα συνθετικά μέρη,το ένα ως επιθετικό προσδιορισμό του ετέρου, π.χ  πολύμορφος (=ο έχων πολλές μορφές),διφυής (=ο έχων δύο φύσεις).
  3. Τα οριστικά: Σε αυτά,όταν αναλύονται,το πρώτο  συνθετικό επέχει θέση επιθετικού ή επιρρηματικού προσδιορισμού του ετέρου, π.χ Ακρόπολις(= άκρα πόλις),ο παλαιγενής (=ο πάλαι γενόμενος).
  4. Τα συνδετικά: Τα σύνθετα αυτά εκφράζουν ό,τι και τα δύο συνθετικά συνδεόμενα με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο και π.χ  κοινωνικοοικονομικά κριτήρια (=κοινωνικά και οικονομικά),πλουθυγίεια(=πλούτος και υγίεια).Στη λέξη, όμως, στασιμοπληθωρισμός τα συνθετικά μέρη είναι στασιμότης και πληθωρισμός και όχι… στάσιμος – πληθωρισμός. Διότι,άλλως,η λέξη στασιμοπληθωρισμός παραπέμπει στην υπ΄ αριθμόν 3 κατηγορία,όπου το πρώτο συνθετικό δηλαδή στάσιμος είναι επιθετικός προσδιορισμός του δευτέρου συνθετικού και έτσι στασιμοπληθωρισμός γραμματικώς σημαίνει …στάσιμος πληθωρισμός,όπερ ΑΤΟΠΟΝ σε κατάσταση…στασιμότητος και επιταχυνομένου πληθωρισμού!!


2.2  ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑ (Εικονομετρία…!!!)
Η λέξη Οικονομετεία,ακουστικώς,παραπέμπει στη μέτρηση …εικόνων. Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης την αναγράφει έτσι (δηλ.Οικονομετρία) διότι έτσι,συνήθως,εκφέρεται γραπτώς.Είναι,όμως προφανές ότι δια της λέξεως αυτής υποκρύπτεται ο ιδιαίτερος επιστημονικός κλάδος της Οικονομικής Επιστήμης διά του οποίου καθίσταται δυνατή η μέτρηση,με τη χρήση Ανωτέρων Μαθηματικών και της Στατιστικής,της Οικονομίας,τουτέστιν των οικονομικών μεγεθών.΄Αρα,ο ορθός όρος είναι Οικονομομετρία και,  ακόμη, ακριβέστερον Οικονομιομετρία,όπως,κατ΄αναλογία,ο κλάδος ο οποίος μετρεί την κοινωνία δηλ.τα κοινωνικά μεγέθη,καλείται Κοινωνιομετρία.Παρατηρούμεν ότι το πρώτο συνθετικό και στις δύο λέξεις είναι κλιτόν και δη όνομα ουσιαστικό πρωτόκλιτο.Αλλά κατά την σύνθεση το θέμα των πρωτοκλίτων ως πρώτων συνθετικών μετασχηματίζεται σε ο,π.χ ο την ύλην τέμνων καλείται υλοτόμος(η ύλη,βεβαίως,είναι πρώτης κλίσεως).Επίσης,ο αγγελίαν φέρων καλείται αγγελιοφόρος(και η αγγελία,ασφαλώς,είναι πρωτόκλιτο ουσιαστικό). Τουτ΄αυτό συμβαίνει και όταν το πρώτο συνθετικό είναι τριτόκλιτο ουσιαστικό,π.χ η μέθοδος  μετρήσεως  των σωματικών χαρακτηριστικών ανθρώπου τινός καλείται σωματομετρία(το θέμα είναι σώματ-και εξευρίσκεται στα τριτόκλιτα ονόματα,ουσιαστικά και επίθετα εάν εκ της γενικής του ενικού αφαιρεθεί η κατάληξη–ος. Η δε ονομαστική πτώση στον ενικό αριθμό είναι ακατάληκτη,ήτοι σχηματίζεται μόνο με το θέμα σώματ-.Αλλά,δεν υπάρχει λέξη παρά τοις αρχαίοις ΄Ελλησι με ληκτικό σύμφωνο το τ,άρα το σύμφωνο τούτο αποβάλλεται και έχομε: το σώμα,του σώματος.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ:Το έτυμον (δηλ. η αληθής σημασία,η προέλευση) της λέξεως είναι από το όνομα ουσιαστικό οίκος και το ρήμα νέμω δηλ. τακτοποιώ τα του οίκου.
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ,ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ κτλ.Το ορθόν θα έδει να είναι δημοσιοοικονομική δηλ. δημοσία οικονομική)  θεωρία και δημοσιοοικονομικό έλλειμμα,τουτέστιν δημόσιο οικονομικό έλλειμμα,  άλλως πρόκειται περί δημοσίου …νομικού ελλείμματος,όπερ άτοπον!!!  ΄Αλλωστε,τα ιδιωτικά οικονομικά κριτήρια δηλ. τα συνάδοντα προς τις αρχές της Ιδιωτικής Οικονομίας,καλούνται ιδιωτικοοικονομικά και όχι ιδιωτικο-νομικά (!!!) κριτήρια.


   *
Σημείωμα υπ΄αριθμόν 3


                                       «Εν καροίς χαλεποίς μέμνησο της γλώσσης»
                       Πολύβιος


ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ


1.1 Αναφορικώς προς τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε στα σημειώματά μας είναι πλέον ή σαφές ότι δι΄όλης της γραφής μας,εν γένει, διήκει το πνεύμα του καθαρεύοντος λόγου με τον οποίο-και μόνο-επιτυγχάνεται ακρίβεια στην έκφραση,πολλώ δε μάλλον όταν πραγματεύομεθα θέματα ανήκοντα στο επιστημονικό πεδίο. Τονίζουμε, πάντως,επ΄ ευκαιρία,ότι η ΕΛΛΗΝΙΚΗ γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη και κατά την μακραίωνα διαδρομή της,μορφολογικώς,μόνο,αλλάζει.Π.χ. δεν λέγουν πολλοί η παλινδρόμησις,της παλινδρομήσεως, αλλά η παλινδρόμηση της παλινδρόμησης κ.ο.κ. Η λέξη, όμως, αυτή, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία απαντάται,έχει μακρότατο βίο, ανευρίσκεται δε, εκτός από την επιστήμη της Στατιστικής και στην Φυσική και την Ιατρική επιστήμη και αλλαχού. Από τη δομή,όμως,αυτής της ακριβεστάτης λέξεως καταφαίνεται ότι ο πλάστης της ή ο ανώνυμος δημιουργός της φαίνεται ότι εγνώριζε καλώς τον καθαρεύοντα λόγο, καθώς το εν λόγω ουσιαστικό παράγεται εκ του παρασυνθέτου και συνηρημένου κατά τα εις έω=ώ ρήματος παλινδρομώ διά της προσθήκης του παραγωγικού προσφύματος –σις στο θέμα του ρήματος που είναι παλινδρομέ (και με την κατάληξη ω = παλινδρομέω παλινδρομώ). Κατά την παραγωγή δε του ουσιαστικού, το ε του θεματος γίνεται η,  π.χ ποιέω ποιώ ποίησις,  ζητέω ζητώ ζήτησις κ.ο.κ. Το δε ρήμα παλινδρομώ (=πάλιν τρέχω) σύγκειται εκ  του επιρρήματος πάλιν και μιάς από τις ρίζες του ρήματος τρέχω που είναι δρομ, εξ ου και διαδρομή, παραδρομή, επιδρομή κ.ο.κ.Άλλωστε,η στενή συνάφεια η οποία υφίσταται μεταξύ των διαφόρων ριζών της αυτής λέξεως, γίνεται ορατή εάν ανατρέξουμε στους χρόνους του ρήματος τρέχω που είναι:
Ενεστώς: τρέχω
παρατατικός: έτρεχον
μέλλων: δραμούμαι
αόριστος: έδραμον
παρακείμενος: δεδράμηκα
υπερσυντέλικος: εδεδραμήκειν.
Ειρήσθω,εν παρόδω, ότι η παλινδρόμηση στην Στατιστική Ανάλυση έχει, σήμερα, ιστορική, μόνο, σημασία, όπως παρέδιδε δε ο καθηγητής Κων.Αθανασιάδης (ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ, ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ΑΘΗΝΑΙ 1964), ο όρος  αυτός οφείλεται στον Sir Francis Galton, ο οποίος ερευνών την κληρονομικότητα των αναστημάτων διεπίστωσε ότι τα αναστήματα των υιών πατέρων χαμηλού αναστήματος  επαλινδρόμουν προς το σύνηθες (μέσον) ανάστημα του πληθυσμού. Ο όρος, σήμερα, χρησιμοποιείται για να σημάνει,απλώς, την στοχαστική ή στατιστική εξάρτηση δύο (ή πλειόνων) μεταβλητών, ήτοι όταν σε μια τιμή της ανεξαρτήτου μεταβλητής Χ δεν αντιστοιχεί μια μοναδική τιμή της Ψ, αλλά η Ψ δύναται να επανέρχεται (ήτοι να τρέχει πάλιν) με διάφορες τιμές.
 2.2 Πάντως, οσονδήποτε και αν είναι κάποιος υπέρμαχος του απλού δημοτικού λόγου, είναι αδύνατο να εκφρασθεί με ακρίβεια –ιδίως δε στη σφαίρα του Επιστητού-χωρίς τη συνδρομή του καθαρεύοντος λόγου ο οποίος είναι η ΒΑΣΗ της καθομιλουμένης. Δεν δύναται, παραδείγματος χάριν, να ισχυρισθεί κάποιος ότι η φράση Εθνικό Προϊόν ή Εθνικό Εισόδημα είναι αρχαϊκή επειδή (και μολονότι) οι ρίζες και των τριών λέξεων χάνονται στα βάθη των αιώνων (το έθνος είναι αρχαία λόγια λέξη (και εσήμαινε, αρχήθεν, αγέλη), το προϊόν είναι μετοχή ουδετέρου γένους του αρχαιοτάτου ρήματος πρόειμι = προέρχομαι (από την πρόθεση προ και το ρήμα είμι, που σημαίνει έρχομαι ή και πηγαίνω) και το εισόδημα όνομα ουσιαστικό από τη ρίζα οδ-η οποία,επίσης συνδέεται με το ρήμα έρχομαι και προς απόδειξη τούτου παραβάλατε το ρήμα εισέρχομαι με το μετ΄αυτού συνδεόμενο ουσιαστικό είσ-οδ-ος. Πώς άλλως θα ηδύνατο τις να ονομάσει τον εντεταλμένο τμηματάρχη-προϊστάμενο; Και όμως,και οι τρεις έχουν ρίζες με ηλικία ανατρέχουσα στο απώτατο παρελθόν (πιθανώς δε υπέρ  τα 2.500 έτη). Ο εντεταλμένος εκ του αρχαίου ρήματος εντέλλομαι=διατάσσω αλλά και διατάσσομαι, ο τμηματάρχης εκ του «άρχω του τμήματος» και ο προϊστάμενος(μετοχή ) εκ του ρήματος προ-ίσταμαι, ήτοι  ίσταμαι εμπρός.


ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ (εσφαλμένως) ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ


 Η λέξη συστημικός απαντάται εσφαλμένως, συνήθως, στη Χρηματοοικονομική Θεωρία και δη στα κεφάλαια περί διαχειρίσεως του χαρτοφυλακίου. Εμφανίζεται, συνήθως,ως ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός της λέξεως κίνδυνος, σημαίνει τον εκ του συστήματος προερχόμενον και αντιδιαστέλλεται (εσφαλμένως) προς τον συστηματικό,δηλαδή (πάλιν), τον εκ του συστήματος προερχόμενον, ήτοι τον καθ΄ ορισμένη τάξη (ή, όπερ το αυτό, καθ΄ορισμένο σύστημα) γιγνόμενον.
Ο εισαγαγών, όμως, τον όρο γίνεται πρόξενος διασαλεύσεως πάσης εννοίας Γραμματικής τάξεως. Ιδού δε διατί:  Κατά την παραγωγή και την σύνθεση λαμβάνονται –κανονικώς-θέματα και όχι ακέραιες λέξεις. Κατά συνέπεια, εάν στο θέμα της λέξεως σύστημα  προστεθεί το παραγωγικό πρόσφυμα (κατάληξη) –ικός, προκύπτει το επίθετο συστηματ-ικός. Αλλά το θέμα του ουσιαστικού σύστημα είναι σύστηματ  και προκύπτει εάν από τη γενική του ενικού (συστήματ-ος) αφαιρεθεί η κατάληξη –ος. Άρα, η ενική ονομαστική,  σχηματίζεται ακατάληκτη, ήτοι μόνο με το θέμα. Καταληκτικά τριτόκλιτα στην ελληνική είναι μόνον όσα σχηματίζουν την ενική ονομαστική με την κατάληξη –ς (π.χ  ήρω-ς,  στάχυ-ς,  γίγα-ς). Πάντα τα λοιπά είναι ακατάληκτα, άρα η ενική ονομαστική είναι συστήματ, αλλά επειδή το τ δεν αποτελεί ληκτικό σύμφωνο στη γλώσσα μας, δια τούτο, αποβαλλομένου του τ απομένει ως ονομαστική πτώση το σύστημα.(πρβλ. και τη λέξη το γάλακτ = το γάλα, αλλά του γάλακτ-ος. Παρατηρήσατε ότι δεν υπάρχει, επίσης, ληκτικό σύμφωνο κ). Συνεπώς ισχύει πάντοτε:  το σύστηματ = το σύστημα , του συστήματ-ος, άρα συστηματ-ικός.Είναι δε απορίας άξιον πώς τέσσαρες μεγάλες τράπεζες (ΕΘΝΙΚΗ, EUROBANK, ΠΕΙΡΑΙΩΣ και ΑΛΦΑ ) ανέχονται να καλούνται «συστημικές» ενώ,ως συνδεόμενες,στενώς,με το οικονομικό σύστημα θα έπρεπε να καλούνται συστηματικές.  Άλλωστε, ο εκ συστήματος ψευδόμενος  καλείται συστηματικός ψεύστης και όχι συστημικός!!! Καθ΄ όμοιον τρόπον προς το σύστημα έχομεν:  το σώμα, του σώματ-ος και,άρα, σωματ-ικό βάρος και όχι σωμικό (!!!) βάρος. Επίσης, το πράγμα, γενική του πράγματ-ος και πραγματ-ική (και όχι πραγμική) Οικονομία, το χρήμα, του χρήματος και χρηματικά διαθέσιμα και όχι …χρημικά. Επίσης,το νόμισμα, του νομίσματ-ος και νομισματ-ική (και όχι νομισμική θεωρία και πολιτική.  Αλλά, βεβαίως, το επίθετο το πηγάζον εκ του πρωτοκλίτου ουσιαστικού  δραχμή (θέμα: δραχμ), με την παραγωγική κατάληξη –ικός γίνεται  δραχμ-ικός π.χ. δραχμικό ισοδύναμο (όπερ και το ορθόν). Ο κάμνων χρήση της- μη δυναμένης να υπάρξει- λέξεως  συστημ-ικός  υποσκάπτει, εκών-άκων, τα θεμέλια της καθαρότητος του ελληνικού λόγου.
*
Σημείωμα υπ΄αριθμόν 4


«Ό έκαστος επίσταται, τούτο και σοφός εστί»
Σόλων


4.1 ΤΟ  ΕΥΡΩ ΚΑΙ ΤΟ  ΠΑΡΑΔΟΞΟ  ΤΩΝ  ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΩΝ
Η άκλιτη λέξη ευρώ είναι «τεχνικό»  κατασκεύασμα  και αποτελεί μετάφραση του euro, όπερ  είναι συντετμημένος  τύπος  του επιθέτου ουδετέρου γένους euro-pean = ευρωπαϊκό (εννοείται νόμισμα), το οποίο, περαιτέρω πηγάζει εκ του ουσιαστικού Europe και αυτό δε εκ της ελληνικής λέξεως  Ευρώπη. Πρόκειται περί κλασσικής περιπτώσεως αντιδανείου. Τούτ΄ αυτό συμβαίνει, ως ήδη ελέχθη,  και με το επίθ. συστημικός!  Έλαβαν  οι ξένοι το επίθετο συστηματικός (το σύστημα , του συστήματοςσυστηματ-ικός , όπως και το νόμισμα γεν. του νομίσματοςνομισματ-ικός και όχι νομισμ-ικός) και το μετέτρεψαν σε systemic. Εν συνεχεία,  εισήγαγον οι συνέλληνες εκ της ξένης την ιδική των λέξη και την μετέτρεψαν σε «συστημικός», αποδίδοντες, ακρίτως, την, εν τω  μεταξύ, εσφαλμένως,υπό των ξένων  αποδοθείσα ελληνική λέξη συστηματικός.  Αντιθέτως, το κελ(λ)ί, κ. ο. κ.  που χρησιμοποιείται, ευρέως στο  Microsoft Excel , είναι εκ της αρχαίας ελληνικής λέξεως κελλίον που σημαίνει θάλαμος, λέγεται δε κελί κατ΄ αναλογία  προς τη λέξη σφυρίον (εκ της σφύρας) σφυρί. Επανερχόμενοι και περαίνοντες, ως προς το ευρώ,ισχυριζόμαστε ότι η συντομογραφία αυτή είναι  όρος τεχνικώς δόκιμος και αποτελεί προϊόν γλωσσοπλαστικής ανάγκης,  αφού θα ήτο δυνατόν, κάλλιστα,  να αναγραφεί επί του νομίσματος των «12» η λέξη «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ» (ενν. νόμισμα),  διότι EURO σημαίνει EUROPEAN δηλ. ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ, όπερ έδει δείξαι.  ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΩΣ, όμως, η λέξη είναι αδόκιμη,  αφού, ενώ εν τη ουσία είναι όνομα επίθετο (ουσιαστικοποιημένο, διότι υπονοείται το ουσιαστικό, δηλ. το νόμισμα),  παραμένει,  εν  τούτοις,  άκλιτο και άκλιτα μέρη του λόγου είναι μόνο τα επιρρήματα,  οι προθέσεις,  οι σύνδεσμοι  και τα επιφωνήματα.  Γεννάται,  ευλόγως, το ερώτημα :  Σε ποια κλίση  ανήκει το ουσιαστικοποιημένο επίθετο «το ευρώ»; Σημειούται,  εν παρόδω,  ότι άκλιτη, καίτοι όνομα (ουσιαστικό), είναι, στην ελληνική γλώσσα, μόνο η λέξη το χρεών (=η ανάγκη),γεν.του χρεών,δοτ.τω χρεών.


4.2 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (ΕΠΙΣΤΗΜΗ),ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ή ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΙΑ;


Στη νέα ελληνική γλώσσα οι καταλήξεις –λογία (για την επιστήμη) και –λόγος (για τον επιστήμονα) είναι συνηθέστατες,  π . χ:
Κοινωνίακοινωνιολογίακοινωνιολόγος
Γηγεωλογίαγεωλόγος
Γυνή (γυναικ-ός) γυναικολογίαγυναικολόγος
Οικονομίαοικονομολογίαοικονομολόγος.  Είναι δε η οικονομολογία η επιστήμη η μελετώσα τους όρους και τους νόμους της παραγωγής και καταναλώσεως των υλικών (και άυλων) οικονομικών αγαθών. Συνεπώς, ο όρος είναι δόκιμος στη τη νέα ελληνική γλώσσα (όρα και Δ. Δημητράκου: ΝΕΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ,  ΑΘΗΝΑΙ  1956). Και ο όρος, όμως, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (ενν. επιστήμη) θα ηδύνατο να χρησιμοποιείται εναλλακτικώς, όπως π . χ με τα θέματα της ιάσεως  ενός εμβίου όντος ασχολείται η ΙΑΤΡΙΚΗ. Επίσης, τα φυσικά φαινόμενα αποτελούν γνωστικό αντικείμενο της επιστήμης της ΦΥΣΙΚΗΣ  κ.ο.κ.  Μάλιστα δε ο Ξενοφών στον «Οικονομικό» αναφέρεται στον Σωκράτη ερωτώντα τον Κριτόβουλο εάν η οικονομία (η διαχείριση των του οίκου) είναι όνομα κάποιας επιστήμης. «Έμοιγε δοκεί, δηλ. έτσι μου φαίνεται,  απαντά ο Κριτόβουλος). Ιδού και το σχετικό χωρίον :



Από το αρχαίο κείμενο συνάγεται ότι δυνάμεθα να χρησιμοποιήσουμε και τον όρο (Πολιτική) «Οικονομία»,  η οποία είναι  η επιστήμη η μελετώσα τα οικονομικά θέματα των πολιτών. Ομοίως δύναται  τις να χρησιμοποιήσει και τον όρο Οικονομική κατ΄ αναλογία προς την Ιατρική ,την Χαλκευτική , την Τεκτονική. Συνεπώς και τα τρία ονόματα της Επιστήμης είναι έγκυρα και ισχυρά.


4.3 Η  ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ  ΚΑΙ  Ο  ΣΤΑΤΙΚΟΣ


Και οι δύο λέξεις είναι ονόματα επίθετα της αρχαίας και προέρχονται από το ρηματικό θέμα του ί-στα-μαι που είναι το στα-  Το ι είναι το κατάλοιπο του ενεστωτικού αναδιπλασιασμού, ήτοι της επαναλήψεως του αρκτικού συμφώνου με ένα ιώτα. Το ίσταμαι αρχήθεν ήταν σίσταμαι (όπως και το έχω ήταν σέχω και το σέρπω έρπω). Αποβληθέντος  του σ, το  ι  εδασύνθη ,όπως και το έρπω και το έχω, αλλά  κατ΄ εξαίρεση αυτό (δηλ.το ρ.έχω) μόνο στον μέλλοντα, ο οποίος είναι :῞εξω –῞εξεις - ῞εξει  και το ουσιαστικό η ῞εξις της ῞εξεως κ.ο.κ., ενώ και του ρήματος μετέχω ο μέλλων είναι μεθέξω και το ουσιαστικό = μέθεξις.
Ειδικώς,  όμως,  η λέξη στατιστική έλκει την καταγωγή από το στατίζω που αποτελεί την ενεργητική φωνή του ίσταμαι και σημαίνει ίστημι,  δηλ. στήνω, τοποθετώ. Το δε ρήμα στατίζω σχηματίζεται κατά τα οδοντικόληκτα εις –ίζω ως εξής: στατίδ+j+ω. Αλλά το δ μαζί με το (εν αχρησία,σήμερα) ημίφωνο j συγχωνεύεται σε ζ, όπως ακριβώς : ο παις, του παιδός παίδ+j+ω = παίζω,  κομίδ+j+ω = κομίζω και κομιδ+τής = κομιστής, διότι οδοντικό προ οδοντικού ή προ του μ τρέπεται σε σ. Επομένως, στατιδ+τικός = στατιστικός, όπως ακριβώς ερίδ+j+ω = ερίζω και εριδ-τικός = εριστικός.
Η στατιστική,  τώρα είναι η επιστήμη της συλλογής, εμφανίσεως, αναλύσεως και ερμηνείας αριθμητικών δεδομένων, αναφερομένων σε ιδιότητες συνόλων  φυσικών  φαινομένων,  όπου ως φυσικά φαινόμενα νοούμεν πάντα τα συμβαίνοντα στον εξωτερικό κόσμο, ασχέτως εάν αυτά εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση ή όχι. Άρα, με τις μεθόδους της στατιστικής αναλύσεως επιχειρεί κάποιος να τοποθετήσει, τρόπον τινά, τις παρατηρήσεις του, να στήσει ένα αριθμητικό οικοδόμημα δηλ. να στατίσει τα πράγματα, να καταγράψει κάτι το οποίο υφίσταται. Ιδού, λοιπόν,  ο πυρήνας της εννοίας της στατιστικής. Ο στατικός προέρχεται απ΄ ευθείας από το ρηματικό θέμα του ίσταμαι δηλ. το στα- και σημαίνει τον εν στάσει , τον μη δυναμικό. Από το στα-  προέρχεται το ουσιαστικό στά-ση  και ο παθητικός μέλλων και αόριστος: στα-θήσομαι,  ε-στά-θην.  Το επίθετο στατιστική επειδή προσδιορίζει ουσιαστικά ευκόλως εννοούμενα (και άρα παραλείπομενα)  επέχει στις προτάσεις θέση ουσιαστικού. Συνεπώς,  η παρ΄ ημίν (δηλ.στην Τράπεζα της Ελλάδος) Διεύθυνση Στατιστικής υποκρύπτει τη λέξη «αναλύσεως» ή  άλλη παρεμφερή. Η φράση «ο δείνα εσπούδασε στατιστική» σημαίνει την στατιστική επιστήμη. Αναλόγως, και το τμήμα Στατικού Λογισμού της Διευθύνσεως Γενικού Λογιστηρίου απεικονίζει, την, σε δεδομένη στιγμή, λογιστική κατάσταση της Τραπέζης ως οικονομικής μονάδος δια της συγκεντρώσεως όλων των καταχωρισθεισών λογιστικών εγγραφών.
*
                 Σημείωμα υπ΄αριθμόν 5


Αιέν  αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων
                      Όμηρος


                                       5.1 Θύλακες ή θύλακοι;


Το ορθόν είναι  θύλακοι. Το ουσιαστικό είναι ο θύλακος, γεν. του θυλάκου, τω θυλάκω, τον θύλακον, ονομαστ. πληθυντ. οι  θύλακοι (=ο σάκκος, η πήρα, εκάτερον των ινωδών σακκιδίων των περιβαλλόντων τις ρίζες των τριχών) διότι είναι δευτερόκλιτο, όπως ακριβώς ο άνθρωπος  γεν. του ανθρώπου. Στην πρώτη σελίδα της «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» της  20/1/2006 ο συντάκτης του κειμένου (Δ.Γ. Παπαδοκωστόπουλος) αναφερόμενος στην υπερχρέωση των νοικοκυριών γράφει: «Η Τράπεζα της Ελλάδος ανέθεσε τη διενέργεια έρευνας αγοράς για να καταγραφούν πιθανοί   θύλακες υπερχρέωσης».
Εις επίρρωσιν των όσων ισχυριζόμεθα  επικαλούμεθα φράσεις  από την αρχαία ελληνική γραμματεία (Αριστοφάνης, Ηρόδοτος) στις οποίες η λέξη αναγράφεται με την ορθή γραφή της.
Θύλακον δε φέροντες,έφασαν, θύλακον αλφίτων δέεσθαι.  Ηρόδ.
Ουκ ένεστι άλφιτα (=κριθή) εν τω θυλάκω.  Αριστοφάνους  Πλούτος.
Η πλειονότης των λεξικογράφων αγνοεί τον τύπο ο θύλαξ γεν. του θύλακος. Εκεί ,όμως, που απαντάται (π.χ. Ησύχιος) είναι θηλυκού γένους (δηλ. η θύλαξ, της θύλακος) και σημαίνει προσκεφάλαιον. Κατά τους νεωτέρους χρόνους και δη στη στρατιωτική ορολογία,  θύλακες (θηλυκού γένους) σημαίνει (όρα δίτομο λεξικό του ΠΑΠΥΡΟΥ, εκδ.1961) «περιορισμένη  εδαφική έκτασις εντός ωχυρωμένης τοποθεσίας, εν τη οποία ενεσφηνώθη ο επιτιθέμενος». Τη στρατιωτική ορολογία επικαλείται και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης , αλλά χρησιμοποιεί τον τύπο ο θύλακος .
Των πραγμάτων ούτως εχόντων, εάν μεν εκληφθεί το ουσιαστικό θύλακες με τη στρατιωτική σημασία ,έστω και μεταφορικώς, πρέπει να συνοδευθεί από επίθετο θηλυκού γένους, άρα πρέπει να γραφεί : πιθανές  θύλακες……..΄Αλλως, κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη , πρέπει να αναγραφεί: πιθανοί θύλακοι……..


5.2 Εγκύπτω και ενσκήπτω


Πολλάκις, σε κείμενα οικονομικού περιεχομένου γίνεται σύγχυση μεταξύ του πρώτου ρήματος που σημαίνει κύπτω εντός (εν+κύπτω,αλλά το ν προ των ουρανικών γίνεται γ) και του δευτέρου που σημαίνει  επιπίπτω αιφνιδίως. Γράφεται , π.χ,  «η Κυβέρνηση πρέπει να ενσκήψει στους εργαζόμενους και στα προβλήματά τους», ενώ οι συντάκτες εννοούν, φυσικά, …να εγκύψει (δηλ.να σκύψει βαθιά ). Από το ρ. σκήπτω παράγεται (δια της προσθήκης στο θέμα σκηπτ  της παραγωγικής καταλήξεως  -τρον)  το ουσιαστικό σκήπτρον, το οποίον σημαίνει το όργανο δια του οποίου σκήπτει (κτυπά) κάποιος. Το σκήπτρον δηλ.σημαίνει ράβδος. Πρβλ. ποιμαντορικόν σκήπτρον. Το σκήπτω είναι μεταβατικό ρήμα και σημαίνει κτυπώ, βάλλω, αλλά εν συνθέσει μετά της προθέσεως εν καθίσταται αμετάβατο.(όρα και την φράση: δριμύς χειμών ενέσκηψε).


5.3 Το αναγκαιοίν  ή  το (εσφαλμένο) αναγκαιούν ;


Σε σύγγραμμα οικονομικού ενδιαφέροντος ( «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ» του Λ.Π. Γκούμα, διδάκτορος οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, εκδ. Αργ. Παπαζήση, Αθήναι  1958) και στη σελίδα 80 αναγράφονται τα σύναρθρα απαρέμφατα επιθυμείν και αναγκαιοίν. Και το μεν επιθυμείν είναι ορθόν. Επιθυμέω επιθυμώ και επιθυμέειν επιθυμείν (όπως ποιέω=ποιώ και ποιέειν=ποιείν Πρβλ. τη φράση «και τούτο ποιείν κἀκείνο μη αφιέναι». Το σύναρθρο απαρέμφατο, όμως, δηλ.το αναγκαοίν,έχει αναγραφεί εσφαλμένως και ιδού διατί:
eggrafo1
eggrafo1


Των εις –άω = ω συνηρημένων ρημάτων το απαρέμφατο είναι –άν. (Βεβαίως, η κατάληξη του απαρεμφάτου –αν στο πολυτονικό σύστημα περισπάται). Συνεπώς έχουμε : αγαπά + ω = αγαπώ με το ωμέγα , φυσικά ,στο πολυτονικό,  περισπώμενο. Το απαρέμφατο είναι αγαπά + ειν = αγαπάν με το αν περισπώμενο. (βλ. και την εκκλησιαστική φράση: «Λαός μου τι εποίησα σε και τι μοι ανταπέδωκας. Αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος, αντί του αγαπάν με σταυρώ με προσηλώσατε».
Των εις έω = ώ το απαρέμφατο είναι ως ελέχθη –είν (περισπώμενο στο πολυτονικό).
Των εις όω = ώ το απαρέμφατο έπρεπε να είναι οίν (περισπώμενο, φυσικά, στο πολυτονικό). Διότι ο + ειν = οιν  π.χ.  υψό + ω = υψώ (υψώνω). Το γ΄ ενικό του ενεστώτος είναι υψό + ει = υψοί και το απαρέμφατο έπρεπε κανονικά να είναι υψό + ειν = υψοίν με το οιν περισπώμενο διότι, ως προελέχθη ο + είν = οίν. Όμως , κατά τον πρύτανι των ελλήνων φιλολόγων Αχιλλέα Τζάρτζανο, η κατάληξη του  απαρεμφάτου των εις –όω συνηρημένων ρημάτων ήταν αρχήθεν -εν , άρα του ρήματος ,επί παραδείγματι υψόω = υψώ το απαρέμφατο είναι όχι υψό + ειν = υψοίν , αλλά υψό + εν = υψούν διότι ο + ε = ου. Διά τούτο και ο «αέρας» στο εμπράγματο δίκαιο καλείται δικαίωμα υψούν , όπου το υψούν είναι απαρέμφατο του υψώ και συνεπώς  το υψούν σημαίνει το υψώνειν ή η ύψωση. ΄Αρα  ο συγγραφεύς επρεπε να γράψει : Το  επιθυμείν και το αναγκαιούν  διότι αναγκαιό + ω = αναγκαιώ και αναγκαιό + εν = αναγκαιούν, ό.έ.δ.




5.4 Η  Ετυμολογία της λέξεως Τράπεζα


Η λέξη τράπεζα προέρχεται από το αρχαιότατο επίθετο τετράπεζος – τετράπεζα - τετράπεζον δια σιγήσεως του αρχικού Τε. Είναι δε σύνθετο το επίθετο εκ του τετρα- (το οποίο ως α΄ συνθετικό προσδίδει στο β΄συνθετικό την έννοια του τετραπλού ή του τετράκις τελουμένου) και του ουσιαστικού η πέζα (γενική:της πέζης) που σημαίνει ο πούς (γενική: του ποδός). Άρα, τετράπεζα = τετράπους, ήτοι η έχουσα τέσσερα πόδια. Τώρα, η λέξη πέζα προκύπτει εκ της ρίζης πεδ- συν το ημίφωνο j συν την κατάληξη α, ήτοι πεδ + j + α = πέζα, διότι δ + j στην αρχαία ελληνική συνεπάγεται ζ, παραδ.χάριν ο παις του παιδ-ός και εξ αυτού το ρήμα παιδ + j + ω = παίζω, ή, επίσης αρμόδ + j + ω = αρμόζω (βλ.λ.αρμόδιος και αρμοδ + της = αρμοστής, διότι οδοντικόν προ οδοντικού  ή προ του μ γίνεται σ (βλ.και άδ-ω, άδ – μα = άσμα).
Εκ της ρίζης πεδ πηγάζουν οι λέξεις πέδον,γήπεδον,επίπεδος, πους < πόδ + ς = πους διότι το δ προ του ς αποβάλλεται ,του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος μετατρεπομένου εις την δίφθογγον ου (γεν.ποδ + ός) κ.ο.κ.


*
Σημείωμα υπ΄αριθμόν 6


Εάν ης φιλομαθής, έσει και πολυμαθής
                                                                        Ισοκράτης


Εισερχόμεθα, τώρα,στα όμορα νομικά εδάφη και εξετάζουμε  μία λέξη η οποία απαντάται συχνά στη σφαίρα του Δικαίου. Πρόκειται για το ρήμα κατάσχω.
Σε δελτίο ειδήσεων της ΝΕΤ της 25ης  Σεπτεμβρίου  2006 και περί ώραν 21:17,  ρεπόρτερ (κατά το κοινώς λεγόμενον) του τηλεοπτικού διαύλου σχολιάζων την οικονομική επικαιρότητα με αφορμή τις  διαπιστώσεις της Τραπέζης της Ελλάδος περί αθρόων- εκ μέρους των Πιστωτικών Ιδρυμάτων- εγκρίσεων νέων δανείων προς τους πελάτες των και την ανάγκη λελογισμένης χρηματοδοτήσεως αυτών, είπε, μεταξύ των άλλων, ότι κατασχέτονται, μηνιαίως, περί τα 1500 αυτοκίνητα. Ελάχιστοι λεξικογράφοι αναγράφουν ότι το ρήμα κατασχέτω απαντάται μεν ,αλλά σπανίως αντί του κατάσχω, το οποίο (κατάσχω) είναι εν ευρεία χρήσει,ως προελέχθη, στη νομική ορολογία.
Αλλά και αυτό τούτο το κατάσχω είναι αδόκιμον, δοθέντος ότι τοιούτον ρήμα ουδαμού ανευρέθη σε λεξικά της αρχαίας ελληνικής  γλώσσης. Το ρήμα είναι κατέχω  και κλίνεται ως ακολούθως: κατέχω-κατείχον-καθέξω και κατασχήσω-κατέσχον-κατέσχηκα-κατεσχήκειν.  Κατέχομαι – κατειχόμην-κατασχήσομαι και παθ. μέλλων κατασχεθήσομαι-κατεσχόμην και παθ.αόριστος κατεσχέθην-κατέσχημαι –κατεσχήμην.
Το ρήμα κατάσχω απαντάται, το πρώτον, κατά το έτος 1833 (όρα και Γ.Μπαμπινιώτη) και προέκυψε, οιονεί διά έλξεως, εκ της υποτακτικής του  αορίστου β΄  του ρήματος κατέχω που είναι κατά-σχω και σημαίνει ενεργώ κατάσχεση, είναι  δε η τελευταία, η δικαστική πράξη δια της οποίας εμποδίζεταί τις να διαθέτει ελευθέρως κτήμα ή πράγμα ανήκον εις αυτόν. Το ουσιαστικό κατάσχεση προέρχεται από το ρήμα κατέχω, όπως ακριβώς και η σχέση από το έχω.
Τούτ΄ αυτό ισχύει και για το ρήμα συνδράμω (όταν χρησιμοποιείται ως οριστική ενεστώτος)  αντί  του ορθού  συντρέχω, δεδομένου ότι το συνδράμω είναι υποτακτική αορίστου β΄ του συντρέχω, οι χρόνοι του οποίου έχουν  ως κάτωθι:
Συντρέχω-συνέτρεχον-συνδραμούμαι-συνέδραμον-συνδεδράμηκα –συνεδεδραμήκειν. Συνεπώς,  κείμενο του τύπου : «Η επιχείρηση ίσταται στο πλευρό των υπαλλήλων της συνδράμοντας  κάθε προσπάθεια για επιμόρφωσή τους…..» πάσχει ως προς τη χρήση του ρ.συνδράμοντας αντί του ορθού συντρέχοντας σε κάθε προσπάθεια και ακριβέστερον  συντρέχουσα εις ……διότι το ρ. συντρέχω εάν μεν εκφράζει ενεργητική διάθεση συντάσσεται εμπροθέτως (π.χ.  συντρέχω εις βοήθειαν τινός=σπεύδω εις …)  εάν δε είναι αμετάβατο σημαίνει  α΄ υφίσταμαι,  β΄  πληρούμαι,  ή  γ΄  λαμβάνω χώραν,  πραγματοποιούμαι.
Παραδείγματα:
α΄ ουδείς λόγος συντρέχει (υφίσταται) να μεταβείς στο εξωτερικό.
β΄  δεν συντρέχουν(πληρούνται) οι προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότησή σου
γ΄  την Μεγάλη Πέμπτη ο χορός ψάλλει : «Συντρέχει, λοιπόν,  το συνέδριον των Ιουδαίων ίνα τον δημιουργόν και κτίστην των απάντων Πιλάτω παραδώση. Ω των ανόμων !  ω των απίστων ! ότι τον ερχόμενον κρίναι ζώντας και νεκρούς εις κρίσιν ευτρεπίζουσι. Τον ιώμενον τα πάθη προς πάθος ετοιμάζουσι».


            Η ενεργός ζήτηση, γεν. της ενεργού (και όχι ενεργούς) ζητήσεως
Το επίθετο  ενεργός είναι τριγενές και δικατάληκτο : ο ενεργός πολίτης,  η ενεργός ζήτηση, το ενεργό ηφαίστειο. Αλλά η γενική των δευτεροκλίτων λήγει εις –ου (ο άνθρωπος , του ανθρώπου). Δεν είναι η ενεργής ζήτηση (οπότε η γενική θα ήταν της ενεργούς) αλλά η ενεργός. Στο σημείο αυτό είναι ερευνητέον εάν είναι ακριβής η απόδοση εκ της αγγλικής του όρου effective demand, (έννοια η οποία διετυπώθη, το  πρώτον, υπό του  λόρδου John Maynard Keynes στο ιστορικό σύγγραμμά του «Η  Γενική Θεωρία της Απασχολήσεως του Τόκου και του Χρήματος» το 1936 και αποτελεί την πεμπτουσία της Κεϋνσιανής Θεωρίας). Το  επίθετο  effective ορίζεται στα αγγλικά λεξικά ως «something that works well and produces the results that were intended»  ή  «a result in practice, though not officially or in theory». Συνεπώς, καίτοι το επίθετο effective έχει παραπλήσια σημασία με το επίθετο active ,ορθότερον  θα ήταν να αποδοθεί το effective demand με τις λέξεις αποτελεσματική ζήτηση. Διότι ενεργός σημαίνει : αυτός που είναι σε δράση , ο δραστήριος ή αυτός που εγκλείει εν εαυτώ ενέργεια. Π.χ  ,  ενεργός πολίτης ,  ενεργός δράσις, ενεργό ηφαίστειο κ.ο.κ. Αλλά αυτά στη αγγλική αποδίδονται με τον όρο active   π.χ  « we should play an active role in politics, both at national and local level»  ή  the  active volcano  κ.ο.κ.
Συνεπώς, δεν είναι της ενεργούς αλλά της ενεργού και, έτι ακριβέστερον, της αποτελεσματικής ζητήσεως, ό.έ.δ.


*
Σημείωμα υπ΄αριθμόν 7


Νόμος και οικο-νομία


« Σοφία κεκρυμένη και αφανής θησυρός ποία ωφέλεια εν αμφοτέροις; »
                                                                                             Σοφία Σειράχ


Και  οι δύο λέξεις έλκουν την καταγωγή εκ του ρήματος νέμω το οποίο σημαίνει, πρωτευόντως, τακτοποιώ, ρυθμίζω. Εκ του θέματος νεμ- προκύπτουν δια ποιοτικής μεταβολής του ε σε ο τα ουσιαστικά νόμος =ρυθμιστικός γραπτός κανών Δικαίου και οικο-νομία = η τακτοποίηση των του οίκου. Οι νόμοι ομού μετά των εθίμων αποτελούν την πηγή του Δικαίου. Είναι δε Δίκαιον το σύνολο των κανόνων των ρυθμιζόντων την εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου (εν αντιθέσει προς την ηθική η οποία ρυθμίζει την εσωτερική συμπεριφορά). Η οικονομία είναι σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό το ουσιαστικό  οίκος  και το ρ. νέμω και εσήμαινε, αρχήθεν, την ρύθμιση, την τακτοποίηση των του οίκου, ως προελέχθη. Μετά μακράν ιστορικήν διαδρομήν η λέξη οίκος απεκρυστάλλωσε τη σημερινή σημασία της, δηλ. του έθνους ή και του σύμπαντος κόσμου (εθνική, παγκόσμιος οικονομία). Άρα, οικονομία είναι το σύνολο των δραστηριοτήτων - των έν τινι κοινωνία ζώντων ανθρώπων – των σκοπουσών στην παραγωγή και διανομή των υλικών (και άϋλων) αγαθών και δη βάσει του θεμελιώδους οικονομικού αξιώματος, ήτοι της επιτεύξεως του μεγίστου δυνατού αποτελέσματος διά της ελαχίστης δυνατής θυσίας. Εκ της συνθέτου λέξεως οικονομία πηγάζει το (καλούμενο παρασύνθετο) ρήμα οικονομέω = οικονομώ ,  η αρχική σημασία του οποίου είναι : αναπτύσσω δραστηριότητα εντός του συστήματος παραγωγής και διανομής των αγαθών, ελαυνόμενος υπό του θεμελιώδους οικονομικού αξιώματος (εξ ου και η φράση :τα οικονομούντα άτομα).


7.1  ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
ή μικροοικονομία και μακροοικονομία


Οι όροι αυτοί είναι νεοπαγείς και εισήχθησαν στην Οικονομική Θεωρία από του έτους 1930, αποτελούν δε μετάφραση των εξαγγλισμένων ελληνικών λέξεων Microeconomics και Macroeconomics και δηλούν τους επιστημονικούς κλάδους τους ασχολουμένους με την εξέταση των οικονομικών φαινομένων των αναφερομένων στις επιμέρους οικονομικές μονάδες και στα συνολικά μεγέθη της οικονομίας αντιστοίχως.
Αλλά μικροοικονομικός σημαίνει μικρός οικονομικός και μικροοικονομία σημαίνει μικρά οικονομία όπως ακριβώς μικροκοινωνιολογία σημαίνει τον  κλάδο της κοινωνιολογίας που εξετάζει τη δομή και λειτουργία μικρών κοινωνικών ομάδων, δηλ. μιάς μικράς κοινωνίας. Ιδού και άλλα επίθετα ή ουσιαστικά με πρώτο συνθετικό το επίθετο μικρός που δηλούν ότι το υπό του δευτέρου συνθετικού σημαινόμενον έχει την ιδιότητα του μικρού (αντίθετο: μέγας).
Μικρο-οργανισμός = μικρός οργανισμός
Μικρο-ιδιοκτήτης = μικρός ιδιοκτήτης
Μικροβιακός = ο αναφερόμενος στα μικρά έμβια όντα δηλ. στα μικρόβια
Μικροβιομηχανία = μικρά βιομηχανία διενεργουμένη δια μικρών εγκαταστάσεων
Μικροβιομήχανος = ο μικρός βιομήχανος  κ.ο.κ.
Των πραγμάτων  ούτως εχόντων θα ηδύνατο τις, αστόχως, να βαπτίσει την μακροοικονομική μεγαλοοικονομική, αφού το αντίθετον του επιθέτου μικρός είναι μέγας (ως παραδίδουν άπαντα τα λεξικά). Σύγχυση, επίσης, θα προκαλούσε η επίκληση όρου - αντί του : μικροοικονομικός – με πρώτο συνθετικό το επίθετο βραχύς, δοθέντος ότι του επιθέτου  μακρός   αντίθετο είναι ο βραχύς, η βραχεία, το βραχύ (όρα και τις φράσεις: μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη περίοδος).
Ερευνητέον , άρα, είναι εάν οι όροι μικροοικονομία  και  μακροοικονομία ευρίσκονται σε γραμματική αντιστοιχία με το γνωστικό αντικείμενο που αναλύουν  ή εάν πρόκειται περί τεχνητών κατασκευασμάτων, τα οποία , ως τοιαύτα είναι πολλάκις αυθαίρετα. Η εξέταση, παραδείγματος χάριν, μιάς γιγαντιαίας επιχειρήσεως,όπως η Microsoft (παραγωγή, προσφορά, ελαστικότης της ζητήσεως των υπ΄ αυτής παραγομένων προϊόντων κ.ο.κ)  εμπίπτει στη σφαίρα της μικροοικονομίας , ενώ το μέγεθος αυτής της οικονομικής μονάδος δύναται, ενδεχομένως, να είναι μεγαλύτερο και από το Εθνικό Προϊόν μιάς μικρής χώρας. Το ΑΕΠ ,όμως , ακόμη και μιάς μικρής χώρας εμπίπτει στο πεδίο ερεύνης της μακροοικονομικής θεωρίας.  Καθ΄ ημάς οι όροι είναι αδόκιμοι και θα ηδύναντο περιφραστικώς να αποδοθούν (ενδεικτικώς) ως εξής: Δομή και λειτουργία των επιμέρους οικονομικών μονάδων και Θεωρία των συνολικών οικονομικών μεγεθών ή  άλλως πως.


7.2   ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑ


Πλειστάκις, γίνεται σύγχυση μεταξύ των δύο αυτών εννοιών, ενώ ο πρώτος διαφέρει καταφανώς του δευτέρου. Χρήμα είναι παν ό,τι χρησιμοποιείται στις συναλλαγές ως γενικό μέσο ανταλλαγών και κοινό μέτρο αξιών. Γραμματικώς, το ουσιαστικό παράγεται εκ του ρήματος χρή-ομαι = χρώμαι , το οποίο σημαίνει χρησιμοποιώ, συντάσσεται δε μετά δοτικής πτώσεως (χρώμαι τινί= χρησιμοποιώ κάτι). Στο θέμα του ρ. χρή-ομαι=χρώμαι που είναι χρη- προστίθεται το παραγωγικό πρόσφυμα   -μα το οποίο, εν γένει, σημαίνει το αποτέλεσμα ενεργείας τινός, εν  αντιθέσει προς το παραγωγικό πρόσφυμα  -σις, το οποίο σημαίνει αυτήν ταύτην την ενέργεια του υποκειμένου (όρα π.χ. : διάλυμα = το αποτέλεσμα του διαλύειν, ενώ διάλυσις=αυτή αύτη η ενέργεια του διαλύειν).
Το χρήμα είναι  έννοια ευρυτέρα του νομίσματος. Το νόμισμα είναι «εις πάσαν περίπτωσιν» χρήμα, ενώ το χρήμα δεν είναι πάντοτε «νενομισμένον», ήγουν δεν είναι πάντοτε νόμισμα. Το ουσιαστικό νόμισμα παράγεται εκ του ρήματος νομίζω,  το οποίο σημαίνει (εκτός του δοκώ, φρονώ) : αναγνωρίζω τι ως καθιερωμένο, θεωρώ  τι. Άρα, νόμισμα είναι το παραδεδεγμένο ως καθιερωμένο, είναι η συμφωνηθείσα ρύθμιση  κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Καθίσταται, επομένως, δήλον ότι το νόμισμα, ως ουσιαστικό αντλεί την ύπαρξή του από τη μεγάλη δεξαμενή της ρίζης νεμ εκ της οποίας παράγεται το ρήμα  νέμω (=ρυθμίζω), εν συνεχεία δε το ρήμα νομίζω (διά μεταπτώσεως –ως προελέχθη- του ε σε ο) και εξ αυτού το νόμισμα ως έπεται : εκ του νόμος προκύπτει ρήμα με θέμα νομίδ + j + ω = νομίζω διότι το δ με το ημίφωνο j μετετρέπετο σε ζ στην αρχαία ελληνική γραμματεία [όρα και ελπίδ+j+ω=ελπίζω,ουσιαστικό ελπίδς ελπίς (αποβαλλομένου του δ), αλλά γενική πτώση της ελπίδ-ος) (εδώ εμφανίζεται  το δ)]. Τοιουτοτρόπως, έχομεν νόμιδ+μα =  νόμισμα διότι ΟΔΟΝΤΙΚΟΝ ΠΡΟ ΟΔΟΝΤΙΚΟΥ ή ΠΡΟ ΤΟΥ Μ γίνεται σ, π.χ. άδω άδ-μα = άσμα. Επομένως, το νόμισμα είναι χρήμα νενομισμένο, διότι επ΄ αυτού έχει τεθεί η σφραγίς –ούτως ειπείν-της Πολιτείας π.χ. στο πάλαι ποτέ χαρτονόμισμα των  5.000 δραχμών οι υπό της ανωτάτης νομισματικής αρχής της χώρας (παρ΄ ημίν υπό της Τραπέζης της Ελλάδος) αναγραφόμενες επ΄ αυτού ενδείξεις και μόνον αυτές το καθιστούσαν έγκυρο και νόμιμο και υποχρεωτικώς δεκτό στις συναλλαγές χρήμα.


*
                                  Σημείωμα  υπ΄ αριθμόν  8
                      Βάλλω  και (ίνα) βάλω, άγω (και) ίνα αγάγω


«Η παιδεία καθάπερ ευδαίμων χώρα πάντα τ΄ αγαθά φέρει»
                                                                        Σωκράτης


Διευκρινίζουμε και αύθις ότι απευθυνόμεθα, πρωτίστως, στη νέα γενεά των οικονομολόγων, επιθυμούμε δε να εμφυσήσουμε σε αυτούς την αγάπη προς την αμήτορα και θεαγωγό ελληνική γλώσσα  με την υπόμνηση ότι η βάση της πνευματικής συγκροτήσεως παντός ανθρώπου, ιδία δε του επιστήμονος, είναι η –όσον ένεστι- επαρκής γνώση του «έλληνος λόγου», τοσούτω μάλλον όταν η γνώση αυτού και δη του αρχαιοπρεπούς είναι στοιχείο ολοκληρώσεως ακόμη και για τους μη Έλληνες  επιστήμονες. Άρα πόσον μάλλον δι΄ ημάς.
Εξετάζουμε, σήμερα, την  σύγχυση η οποία πλειστάκις επικρατεί κατά την χρήση των ρημάτων άγω και βάλλω, όταν αυτά ευρίσκονται εν συνθέσει μετά των προθέσεων: εις, εξ, παρά,προ, εν, συν και άλλων, ιδία δε στο μέλλοντα  χρόνο καθώς και στην οριστική και υποτακτική του αορίστου. Μάλιστα δε είναι τόσον εκτεταμένη η σύγχυση αυτή – ο Οικονομικός Τύπος βρίθει τοιούτων σφαλμάτων – ώστε παρέλκει να παραθέσουμε συγκεκριμένο παράδειγμα.
Το ρήμα άγω (οδηγώ, φέρω ) κλίνεται ως ακολούθως:
Ενεστώς άγω  ( θέμα : αγ- )
Παρατατικός ήγον
Μέλλων άξω  (άγ+σω = άξω διότι γ+σ=ξ, πρβλ. λύ-ω, μέλλων λύ+σω=λύσω)
Αόριστος β΄ ήγαγον (θ. άγ- και με την αναδίπλωση του ρ. θέματος :άγ-αγ-ον και με τη χρονική αύξηση : ήγαγον, Υποτακτική : (ίνα) αγάγω
Παρακείμενος ήχα και αγήοχα
Υπερσυντέλικος αγηόχειν
Η φράση : «η Ελλάς εξήγαγε στη χώρα Α κατά το έτος 2003  284.764 τόνους ακατεργάστου βάμβακος» είναι ορθή, αλλά η φράση: «η Ελλάς εξήγε στη χώρα Α κατά το έτος 2003  284.764 τόνους βάμβακος» είναι εσφαλμένη διότι το «εξήγε» είναι παρατατικός (δηλ. χρόνος δηλών ότι η πράξη εγίνετο στο παρελθόν (διαρκώς ή επανειλημμένως). Επίσης, η φράση : «Η Ελλάς επί σειράν ετών εξήγε μεγάλες ποσότητες  βάμβακος μόνον σε μία χώρα την Α, αλλά πέρυσι εξήγαγε τόσους τόνους και στη χώρα Β» είναι επίσης ορθή. Εκ των ως άνω λεχθέντων συνάγεται ότι ο αόριστος δηλοί απλώς ότι η πράξη έγινε στο παρελθόν (όρα Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης του Αχιλλέως Τζαρτζάνου,έκδ.1970, σελίς 87).
Τουτ΄ αυτό ισχύει και τον ενεστώτα χρόνο στη οριστική έγκλιση και τον τον ενεστώτα και αόριστο στην υποτακτική έγκλιση. Ο ενεστώς σημαίνει ότι η πράξη γίνεται τώρα, η δε οριστική ότι παρίσταται (η πράξη) ως βεβαία. Η υποτακτική, αντιθέτως σημαίνει ότι πράξη παρίσταται ως επιθυμητή ή προσδοκωμένη. Και εάν μεν είναι ενεστώτος τότε δι΄ αυτού δηλούται διάρκεια, εάν δε είναι αορίστου χρόνου τότε δι΄ αυτού δηλούται το άπαξ  συμβαίνον (Αχιλλεύς Τζάρτζανος ένθ΄ ανωτ.).
Τοιουτοτρόπως, η φράση:
«Η Ελλάς εξάγει, κυρίως, αγροτικά προϊόντα» είναι ορθή
«Η Ελλάς εξαγάγει, κυρίως, αγροτικά προϊόντα» είναι εσφαλμένη
«Η Ελλάς συνήψε συμφωνία με την χώρα Α ίνα εξαγάγει εις αυτήν το προσεχές έτος τόσους τόνους βάμβακος» είναι ορθή.
«Η Ελλάς συνήψε συμφωνία με την χώρα Α ίνα εξάγει εις αυτήν κατ΄ έτος τόσους τόνους βάμβακος» είναι ορθή.
Αντιθέτως: «Η Ελλάς συνήψε συμφωνία με την χώρα Α ίνα εξάγει εις αυτήν το προσεχές έτος τόσους τόνους βάμβακος» είναι εσφαλμένη.
Και «Η Ελλάς συνήψε συμφωνία με την χώρα Α ίνα εξαγάγει εις αυτήν κατ΄ έτος τόσους τόνους βάμβακος» είναι,επίσης, εσφαλμένη.
Όσον αφορά στον μέλλοντα χρόνο: Στην αρχαία ελληνική γραμματική δεν υφίσταται στιγμιαίος και διαρκής (όπως στη νέα ελληνική) ,αλλά ένας ο οποίος, ως προελέχθη σχηματίζεται δια της προσθήκης της καταλήξεως –σω στο θέμα του ρήματος ,π.χ. «Εάν εμέ ακολουθήσεις εισάξω σε  εις Ακρόπολιν» (εισάγ+σω διότι γ+σ=ξ). Σημ.  (το άπαξ ή το διαρκές νοείται εκ των συμφραζομένων).
Τούτ΄ αυτό ισχύει ακριβώς και για τα ρήματα: εισάγω, παράγω, προάγω, ενάγω κ.ο.κ Συνελόντι ειπείν και προς αποφυγή προκλήσεως συγχύσεως επικαλούμεθα ένα εννοιολογικώς ισοδύναμο ρήμα το οποίο έχει ένσιγμο μέλλοντα και αόριστο, οπότε δι΄ αυτών μεν δηλούται το άπαξ, διά δε των ασίγμων το διαρκές, παραδείγματος χάριν:
«Η Ελλάς θα διαθέσει (θα εξαγάγει) το 2007 στη χώρα Α τόσους τόνους βάμβακος».
«Η Ελλάς θα διαθέτει (θα εξάγει) κατ΄ έτος στη χώρα Α τόσους τόνους βάμβακος».
«Η Ελλάς διέθεσε (εξήγαγε) στη χώρα Α, το 2003,  284.764 τόνους βάμβακος».
«Η Ελλάς διέθετε (εξήγε) μέχρι τώρα βάμβακα μόνο στη χώρα Α».
παρομοίως διατυπούται και ο παρακείμενος: «έχω εξαγάγει = έχω διαθέσει στη χώρα Α μεγάλες ποσότητες σίτου». Η φράση «έχω εξάγει (δηλ. έχω διαθέτει) στη χώρα Α μεγάλες ποσότητες σίτου» είναι άνευ νοήματος.
Πάντα τα ως άνω λεχθέντα ισχύουν και για τα ρήματα συμβάλλω, παραβάλλω, προβάλλω κ.ο.κ. Ο ενεστώς του ρήματος συμβάλλω (συν+βάλλω, αλλά το ν προ των χειλικών γίνεται μ) σχηματίζεται εάν στο ρηματικό θέμα συμβαλ προστεθεί το ημίφωνο j  και η κατάληξη –ω (συμβάλ+j+ω=συμβάλλω). Άρα:


Ενεστώς συμβάλλω
Παρατατικός συνέβαλλον
Μέλλων συμβαλώ (βαλ-έ-σ-ω βαλέω=βαλώ)
Αόριστος β΄ συνέβαλον
Παρακείμενος             συμβέβληκα
Υπερσυντέλικος συνεβεβλήκειν
Και εδώ ισχύει το τέχνασμα της επικλήσεως ενός ενσίγμου τύπου άλλου ρήματος εννοιολογικώς ισοδυνάμου, π.χ:


Ο  Χ  εδήλωσε ότι θα συμβάλει (=θα βοηθήσει) στην επίτευξη του τεθέντος στόχου.
Ο  Χ  εδήλωσε ότι θα συμβάλλει (=θα βοηθεί) στην προσπάθεια μέχρι την επίτευξη του τεθέντος      στόχου.
Έχω συμβάλει (=έχω βοηθήσει) τα μέγιστα στην πρόοδο αυτού (και όχι έχω συμβάλλει).
Ο  δείνα  προέβαλε (=διετύπωσε) τις αντιρρήσεις του ευθέως.
Ο τάδε προέβαλλε (=έθετε), συνεχώς, προσκόμματα στην κοινή προσπάθεια.
. /.


C:\Users\kskl\Desktop\Η αμήτωρ και θεαγωγός Ελληνική γλώσσα στην Οικονομική επιστήμη.doc

Δεν υπάρχουν σχόλια: