Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Έκλεισε ο πρώτος κύκλος της χρεοκοπίας της Ελλάδας ...

Με τη μυστική σύσκεψη του Λουξεμβούργου στις 6 Μαΐου, ανήμερα της ψήφισης του μνημονίου σε νόμο του κράτους πριν από έναν χρόνο ακριβώς, έκλεισε ο πρώτος κύ­κλος της επίσημης χρεοκοπίας της Ελ­λάδας. Τις επόμενες ημέρες θα γίνουν γνωστές οι βασικές λεπτομέρειες της συμφωνίας που «βρίσκεται στα σκα­ριά», όπως είπε ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, για ένα νέο σχέδιο «διάσωσης» της Ελ­λάδας. Κι ενώ ο κόσμος οργίαζε με τα παιχνίδια που στήνουν φίλοι και εταί­ροι με αντικείμενο την άμεση πτώχευ­ση της χώρας, ο πρωθυπουργός βρέ­θηκε πάλι σ’ ένα ακριτικό νησί, όπως τότε που διάλεξε το Καστελόριζο, για να ανακοινώσει την προσφυγή στον «μηχανισμό στήριξης» της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. Σύμπτωση; Μάλλον όχι.
Τι συμπεράσματα βγήκαν από την πρώτη αυτή φάση; Πολλοί βιάστηκαν να πουν ότι ο λογαριασμός του μνημο­νίου δεν βγαίνει. Δεν είναι αλήθεια. Το μνημόνιο και κυρίως η...
δανειακή σύμβαση δεν επιβλήθηκαν για να επι­τευχθούν οι συγκεκριμένοι δημοσιο­νομικοί στόχοι.
Οποιοσδήποτε γνώριζε απλή αριθ­μητική ήξερε εξ αρχής πολύ καλά ότι οι στόχοι ήταν απλά ένα πρόσχημα, ένας αυθαίρετος σχεδιασμός επί χάρ­του, προκειμένου να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι με το μνημόνιο και προ­παντός με τη δανειακή σύμβαση το ελληνικό κράτος και ο λαός έχασε κάθε δυνατότητα άσκησης κυριαρχί­ας προκειμένου να μπει σε εκκαθάρι­ση, όπως μια οποιαδήποτε επιχείρηση που χρωστάει και βρίσκεται σε κατά­σταση χρεοκοπίας. Η Ελλάδα έπρεπε να μπει στον γύψο προκειμένου να περιοριστούν οι επιπτώσεις στο ευρώ και να διασωθούν τα συμφέροντα των δανειστών της. Επομένως η δραματική επιδείνωση όλων των δεικτών της ελληνικής οικο­νομίας ήταν κάτι απολύτως αναμενό­μενο. Αυτό που τα σούργελα της δια­τεταγμένης δημοσιογραφίας και των αναλυτών της επίσημης προπαγάνδας εμφάνιζαν ως «άλμα» της οικονομίας υπό καθεστώς μνημονίου είναι στην πραγματικότητα μια ελεύθερη πτώση χωρίς προηγούμενο. Τώρα έρχονται και μας λένε ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει. Λες και μπορούσε να βγει. Λες και μπορεί να υπάρξει ανάταξη μιας οικονομίας σε συνθήκες όπου βίαια σπρώχνεται σε μια πρωτοφανή ύφεση.
Πότε άλλοτε η ελληνική οικονομία γνώρισε μια τέτοια υποχώρηση σε επίπεδο ΑΕΠ, το οποίο σε τριμηνιαία βάση και σε σταθερές τιμές του 2000 έπεσε το 2010 κατά 6,8%. Πότε άλ­λοτε είχε γνωρίσει η οικονομία της χώρας 73% μέσα σ’ έναν χρόνο πτώση της οικοδομής; Πότε άλλοτε είχε συστηματική συρρίκνωση του τζίρου της λιανικής για σχεδόν έναν ολόκλη­ρο χρόνο με ρυθμούς που ξεπερνούν σχεδόν δυο φορές τον επίσημο πλη­θωρισμό;
Πότε άλλοτε ο εργαζόμενος πλη­θυσμός γνώρισε τέτοια μαζική ανερ­γία, υποαπασχόληση και προσωρινή απασχόληση, όπως το προηγούμενο δωδεκάμηνο; Πότε άλλοτε είχαμε σε τέτοιο βαθμό τον καταστροφικό συνδυασμό μιας τρομακτικής υποτί­μησης της εργασίας και των λαϊκών εισοδημάτων από τη μια και από την άλλη την εκτίναξη ενός τιμάριθμου, ειδικά στο επίπεδο των τιμών παρα­γωγής και εισαγωγής;
Ποτέ άλλοτε, παρά μόνο σε συνθή­κες πολέμου. Ήταν τόσο δύσκολο για κάποιον να δει ότι όλα αυτά θα οδη­γήσουν σ’ ένα ακόμη πιο μεγάλο αδιέξοδο; Ήταν τόσο δύσκολο να δει κα­νείς ότι τα μέτρα και οι πολιτικές του μνημονίου θα οξύνουν περισσότερο τα προβλήματα και θα αδυνατίσουν σε βαθμό κακουργήματος την ελλη­νική οικονομία και τις αντοχές της; Κι όμως κανένας απ’ όλους αυτούς που έχαψαν το παραμύθι της ανάταξης της οικονομίας μέσω του μνημονίου δεν βγαίνει να απολογηθεί γι’ αυτό. Γιατί να το κάνει άλλωστε; Διατεταγ­μένη υπηρεσία εκτελούσε εξ αρχής και σε διατεταγμένη υπηρεσία εξα­κολουθεί να βρίσκεται. Με εξαίρεση βέβαια τους γνωστούς ignoramous idiotus της δημοσιογραφίας και της οικονομικοπολιτικής φιλολογίας, οι οποίοι δυστυχώς θα συνεχίσουν να μας ταλαιπωρούν αναμασώντας κλισέ και ρετσέτες εισαγωγής.
Ο λάθος υπολογισμός
Η ελληνική οικονομία δημοσιονομι­κά δεν μπορεί να βγάλει το 2011. Το φωνάζουμε εδώ και μήνες. Από την εποχή ψήφισης του κρατικού προϋπο­λογισμού. Οι καλπάζουσες δανειακές ανάγκες του ελληνικού Δημοσίου δεν είναι δυνατόν να χρηματοδοτηθούν ούτε από το πρόγραμμα λιτότητας και περικοπών, όσο σκληρό και αδυσώπη­το κι αν είναι, ούτε από τις δόσεις του δανείου «στήριξης». Κι αυτό φαινό­ταν εξ αρχής, κρίνοντας από την ίδια την εσωτερική δυναμική αύξησης του δημόσιου χρέους που ελάχιστα εξαρ­τάται από τα κρατικά ελλείμματα.
Όταν έχεις να πληρώσεις 16 δισ. ευρώ μόνο για τόκους ομολόγων το 2011, όσα δηλαδή δαπανάς για υγεία και παιδεία μαζί, είναι αδύνατον να αντιμετωπίσεις με περικοπές και λιτό­τητα την εξυπηρέτηση χρέους. Εκτός κι αν καταργήσεις κάθε άλλη δαπάνη του κράτους πέρα από την εξυπηρέ­τηση χρέους. Είναι σίγουρο ότι εκεί μας οδηγούν, αλλά σκεφτείτε ότι μό­νο οι δαπάνες για τα ληξιπρόθεσμα ομόλογα του 2011 (τόκοι και κεφάλαιο μαζί) ανέρχονται τουλάχιστον σε 58 δισ. ευρώ. Το σύνολο των τακτικών δαπανών του κρατικού προϋπολογι­σμού δεν ξεπερνά τα 56 δισ. ευρώ. Επομένως, ακόμη κι αν καταργήσου­με όλες τις περιττές δαπάνες του κρά­τους, που σύμφωνα με τη λογική των εμπνευστών του μνημονίου είναι ό,τι αφορά την κοινωνία και τον εργαζό­μενο, ακόμη και τότε είναι αδύνατον να εξυπηρετηθεί το δημόσιο χρέος με ίδιους πόρους.
Οι ευρωκράτες και οι ντόπιοι κλώ­νοι τους είχαν υπολογίσει ότι έως το τέλος του 2011 οι μεγάλες ευρωπαϊ­κές τράπεζες θα είχαν ξεφορτωθεί τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν - κυ­ρίως προς την ΕΚΤ - και έτσι θα ήταν δυνατή μια εθελοντική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατό.
Αφενός γιατί η κρίση χρέους στην ευρωζώνη ξεπέρασε σε διαστάσεις και ένταση κάθε επίσημη πρόβλε­ψη. Οι απαιτήσεις από την ΕΚΤ, μέσω της αυξημένης χρηματοδότησης των τραπεζών και της αγοράς ομολόγων από την πρωτογενή και δευτερογενή αγορά, κυρίως των χωρών υπό χρεο­κοπία, ξεπέρασαν κάθε πρόβλεψη. Οδήγησαν την ΕΚΤ στο χείλος της χρεοκοπίας και την εξανάγκασαν να περιορίσει δραστικά την πολιτική υποβοήθησης των τραπεζών και των ομολογιούχων.
Από την άλλη, η δίψα για κέρδος των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών και των άλλων θεσμικών επενδυτών που βρέθηκαν με τον μεγάλο όγκο των ομολόγων της Ελλάδας και των άλλων χωρών υπό χρεοκοπία τους εμπόδισε να ξεφορτωθούν μαζικά τους κρατικούς τίτλους που κατέχουν. Αντίθετα, τους κράτησαν και προτίμη­σαν να επενδύσουν στην κερδοσκο­πία μέσω CDS και «σορταρίσματος» στη δευτερογενή αγορά. Αυτό, χάρις στον «μηχανισμό στήριξης», δηλαδή την κεντρική απόφαση της Ε.Ε. και της ΕΚΤ να μην επιτρέψουν σε καμιά χώ­ρα να πτωχεύσει, έφερε τρελά κέρδη στους μεγάλους κατόχους ομολόγων και στους κερδοσκόπους που συνδέ­ονται μαζί τους.
Κι έτσι σήμερα βλέπουν πολύ πιο προσοδοφόρο να συνεχίζεται η κατά­σταση αυτή μέσα από απανωτά χρη­ματοδοτικά προγράμματα «στήριξης» της Ελλάδας, αλλά και των άλλων οι­κονομιών υπό χρεοκοπία, έως ότου υπάρξει η ανάγκη για μια τελική ανα­διάρθρωση με την οποία θα πάρουν «τα ρέστα τους» και θα αφήσουν τις χώρες αυτές τελείως ρημαγμένες.
Αυτός είναι ο λόγος που από νωρίς, και ιδίως εν μέσω άγριας σπέκουλας με τη δήθεν αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας, λέγαμε ότι το επίδικο ζήτημα για τις αγορές και κυ­ρίως για τους κερδοσκόπους δεν είναι η μια κι έξω πτώχευση της χώρας μέ­σα από μια φιλική προς αυτούς αναδι­άρθρωση του ελληνικού χρέους, αλ­λά η πτώχευση με δόσεις, η χρεοκο­πία εσαεί και το χρέος στο διηνεκές, που θα τους επιτρέπει διαρκώς νέα ρεβάνς κερδοσκοπίας με τα ομόλογα και τα παράγωγα χρέους.
Ποιος αμφιβάλλει;
Αυτό φυσικά προϋποθέτει νέα χρη­ματοδοτική στήριξη μακρύτερης διάρ­κειας από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. Το ΔΝΤ από τη μεριά του έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του εδώ και μήνες. Έμεναν η Ε.Ε. και η ΕΚΤ. Η μυστική σύσκεψη του Λουξεμβούργου φαίνεται ότι καθόρι­σε τα χαρακτηριστικά της νέας χρημα­τοδοτικής στήριξης. Τις λεπτομέρειες θα τις μάθουμε εν καιρώ.
Υπάρχει κανείς που αμφιβάλλει ότι αυτή η νέα χρηματοδοτική στήρι­ξη θα συνοδευτεί με νέα, ακόμη πιο σκληρά και αδυσώπητα μέτρα και πα­ρεμβάσεις; Υπάρχει κανείς που αμ­φιβάλλει σήμερα ότι αυτή η εκ νέου «διάσωση» της χώρας θα στοιχίσει σε δημόσια περιουσία, σε ιδιωτικο­ποιήσεις πρωτοφανούς έκτασης και ενδεχομένως σε δέσμευση ακόμη και εθνικού εδάφους για λόγους «αξιο­ποίησης»; Ή μήπως πιστεύει στα σο­βαρά κανείς ότι μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση από το υπάρχον πολιτικό σύστημα η οποία να προστατέψει τα κυριαρχικά και ζωτικά συμφέροντα αυτής της χώρας και του λαού της; Ότι θα υπάρξει κυβέρνηση από τα υπάρ­χοντα κόμματα που θα πει «μπάστα», φτάνει πια, στους εκποιητές και εκκα­θαριστές της τρόικας;
Όποιος όντως τρέφει τέτοιες αυτα­πάτες, τότε πολύ φοβάμαι ότι πρέπει να κοιτάξει την περίπτωσή του επει­γόντως. Από πλευράς ψυχοπαθολογί­ας είναι εξόχως κρίσιμη η κατάστασή του. Ευτυχώς όμως που στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι ειδικοί ψυχίατροι, που μπορούν να του εξη­γήσουν επακριβώς από τι πάσχει.
Άλλωστε η ζοφερή πραγματικότητα όποιον δεν σκοτώσει, σίγουρα θα τον συνεφέρει από τέτοιες αυταπάτες. Ελπίζω μόνο να μην είναι πολύ αργά και κατόπιν εορτής. Κι αυτό γιατί το νέο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στή­ριξης έχει μια πολύ σοβαρή πολιτική προϋπόθεση: την ομοψυχία των πολι­τικών δυνάμεων. Απαιτεί δηλαδή ένα σύστημα διακυβέρνησης έκτακτων αναγκών και έκτακτων συνθηκών στο όνομα της «εθνικής σωτηρίας».
Εκλογές ανάλογες του 1933 στη Γερμανία
Βρισκόμαστε ουσιαστικά στις παραμονές μιας εκλογικής αναμέτρησης -όποτε αυτή κι αν γίνει- σαν εκείνη του 1933 στη Γερμανία. Μόνο που αυτή τη φορά η ανοιχτή δικτατο­ρία του χρηματιστικού κεφαλαίου δεν έχει ανάγκη να επιβληθεί μέσα από κάποιους περίεργους ένστολους τύπους με κάγκελα στο μανίκι. Ούτε πηγάζει μόνο από εσωτερι­κές εθνικές αναγκαιότητες. Ο τόπος διαθέτει υπεραρκετούς γιάπηδες της οικονομίας και της πολιτικής, έχει πολλούς επίδοξους εθνοσωτήρες, οι οποίοι με τις πλάτες της Ε.Ε. και του ΔΝΤ είναι απολύτως πρόθυμοι να αναλάβουν το ίδιο θεάρεστο έργο. Θα τους αφήσουμε; Θα τους αφήσουμε να μετατρέψουν σε κρανίου τόπο τη χώρα μας; Θα τους αφήσουμε να στερήσουν κάθε ελπί­δα για εμάς, τα παιδιά και τα εγγόνια μας; Θα τους αφήσουμε να εξαργυρώνουν τον μόχθο μας στα ταμεία των τοκογλύφων και της ληστοσυμμορίας που κυβερνά Ελλάδα και Ευρώπη; Τι θα πούμε στις μελλοντικές γενιές όταν στο δικαστήριο της ιστορίας μας ρωτή­σουν, γιατί αφήσατε αυτή την καταστροφή να συντελεστεί; Τι θα τους πούμε; Βλέπαμε πού πάμε, αλλά δεν ξέραμε τι να κάνουμε; Αυτός που από φόβο ή αδυναμία προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, τι περιμένει να συμβεί για να πει «φτάνει πια»; Να χυθεί αίμα; Να ζήσει την εξαθλίωση και τη χρόνια ανεργία, που ζουν σήμερα σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στην Ελλάδα; Να δει την οικογένειά του να σκαλί­ζει στα σκουπίδια για ένα πιάτο φαγητό;
Δική μας υπόθεση
Να βρεθεί στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιβιώσει από τα συσσίτια της ενορί­ας; Να ζήσει τις κατασχέσεις σπιτιού και οικοσκευής όταν δεν θα έχει να πληρώσει το δάνειο στην τράπεζα; Να καταντήσει να εκλι­παρεί για μια δουλειά του ποδαριού, ώστε να εξασφαλίσει ένα λειψό μεροκάματο; Να βρεθεί στην ανάγκη να βγάλει τα παιδιά του ή τη γυναίκα του στο πεζοδρόμιο γιατί δεν θα μπορεί να κάνει αλλιώς; Να δει το παιδί του ή κάποιο άλλο εντελώς προσφιλές του πρόσωπο να πεθαίνει στα χέρια του γιατί κανένα ιδιωτικοποιημένο νοσοκομείο δεν θα δέχεται ανασφάλιστους; Μην κοιτάτε δεξιά ή αριστερά. Δεν υπάρχει κανένας που θα μας λύσει το πρόβλημα. Μόνο εμείς οι ίδιοι έχουμε τη δύναμη να το πετύχουμε. Είναι δική μας αποκλειστική υπόθεση. Κανενός σωτήρα ή κόμματος που νοιάζεται μόνο για την ψήφο μας. Αρκεί ο καθένας μας χωριστά και όλοι μαζί να διεκ­δικήσουμε την αξιοπρέπεια που μας έχουν στερήσει τόσα χρόνια και να απαντήσουμε στο ερώτημα: Θα τους αφήσουμε;
«Επικίνδυνες» οι λιγοστές ελευθερίες μας...
Οι λιγοστές ελευθερίες που έχουν απομεί­νει για τον λαό συνιστούν τεράστιο κίνδυνο για την εφαρμογή του νέου ακόμη πιο εντατικού και αδυσώπητου προγράμματος υποβάθμισης της ζωής του εργαζόμενου και του συνταξιού­χου, αλλά και εκποίησης της χώρας. Τα αφεντι­κά απαιτούν γρήγορες αποφάσεις και πολύ πιο αποφασιστική εφαρμογή των ανάλγητων πο­λιτικών. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει εντός των παραδοσιακών πλαισίων κοινοβουλευτικής δια­βούλευσης ή με τον λαό στους δρόμους και τους εργαζόμενους σε απεργίες.
Νόμιμη εκτροπή
Χρειάζεται επειγόντως μια νέα χούντα, μια νέα χούντα μέσα από τη συναίνεση των κορυ­φών του πολιτικού συστήματος. Αυτό εκφράζει και το «ξέσπασμα» του κ. Λοβέρδου. Δεν ζητά απλά συνενόχους, αλλά την πολιτική νομιμοποί­ηση μιας εκτροπής που θα επιτρέψει την ακόμη πιο ανάλγητη και πιο καταστροφική εφαρμογή των ίδιων πολιτικών.
Η χούντα αυτή δεν είναι ανάγκη να έχει τη μορφή μιας τριτοκλασάτης δικτατορίας των συ­νταγματαρχών. Ούτε είναι ανάγκη να συμβεί με άρματα μάχης στους δρόμους. Υπάρχουν δυστυ­χώς αρκετοί ευυπόληπτοι ακαδημαϊκοί, επιφανείς πολίτες και επίδοξοι σωτήρες της ημεδα­πής και της αλλοδαπής, που στο όνομα της πά­ταξης της «κομματοκρατίας», και φυσικά για το καλό μας, είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν ενερ­γά σε μια επιχείρηση κατάλυσης ακόμη κι αυτών των λιγοστών ελευθεριών προκειμένου να «σω­θεί η πατρίς».
Το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, το υπάρχον σύ­νταγμα παρέχει όλες τις δυνατότητες, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι διαθέσιμος, το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι τόσο ασφυκτικό, που ακό­μη και ο κ. Τσίπρας έφτασε στο σημείο να κατα­θέσει ερώτηση στη Βουλή, όπου εμφανίζεται να ανησυχεί για την εθνική κυριαρχία της χώρας.
«Για το καλό μας»
Ακόμη και ο κ. Τσίπρας μπόρεσε να αντιλη­φθεί για τη λεγόμενη έκτακτη σύσκεψη υπουργών Οικονομικών στο Λουξεμβούργο, όπου «πι­θανότερα σενάρια είναι η σύνταξη ενός νέου Μνημονίου και η εκποίηση δημόσιας περιουσί­ας υπό εποπτεία», ότι είναι «αδιανόητο τέτοια θέματα που έχουν να κάνουν με την εθνική κυ­ριαρχία και το μέλλον των επόμενων γενεών να συζητούνται μυστικά, εν αγνοία του λαϊκού πα­ράγοντα και των θεσμών της χώρας». Δεν γνωρίζουμε με ποιον τρόπο θα επιβληθεί μια τέτοια λύση. Αν οι επικυρίαρχοι απο­φασίσουν ότι μπορούν να εκβιάσουν την πο­λιτική νομιμοποίηση μιας τέτοιας λύσης μέσα από εκλογές, τότε το στήσιμο της κάλπης εί­ναι κοντά. Όμως αυτό που πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο είναι ότι αυτές οι κάλπες, όπως και όποτε στηθούν, δεν θα είναι μια ακόμη συνη­θισμένη εκλογική αναμέτρηση. Όχι μόνο λόγω της υφέρπουσας κοινωνικής απαξίωσης του πολιτικού συστήματος. Το ζητούμενο δεν είναι η πολιτική νομιμοποίηση των νέων αντιλαϊκών μέτρων και πολιτικών, όπως συνηθίζει να απο­φαίνεται η Αριστερά. Το αληθινό ζητούμενο εί­ναι η πολιτική νομιμοποίηση μιας εκτροπής στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας», μιας νέου τύ­που χούντας με χαρακτηριστικά υπερκομματι­κής ή οικουμενικής διακυβέρνησης. Πάντα για το καλό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: