Από τη μάνα μου κι αυτή από τη μάνα της διδάχτηκα τον πατριωτισμό, που χαρακτήριζε το σόι μας από τη μακρινή εκείνη πρόγονο μέχρι σήμερα. Και για να με πιστέψετε, είμαι από τους πρώτους που χτύπησαν με σεβασμό τον πρωθυπουργό μας στην πλάτη και του είπα: «Όλα να μας τα πάρεις, για να σώσεις την πατρίδα».
Η οικογένειά μου με καμάρι μιλάει για τον έρανο που έγινε εκείνη την Κυριακή στο Ναύπλιο, στην πλατεία του Πλατάνου [τον Ιούνιο του 1826]. Κι ένας δάσκαλος, ο Γεννάδιος, μίλησε για τις δυσκολίες του αγώνα (λίγο πριν είχε πέσει το Μεσολόγγι) και πρόσφερε ο ίδιος τις φτωχές του οικονομίες για την πατρίδα.
Και τότε πήγε κι αυτή, η πρόγονός μου κι έδωσε τον οβολό της για τον Αγώνα! Το πλήθος τη χειροκροτούσε, γιατί ήταν φτωχή ζητιάνα και πριν αρχόντισσα απ΄ το Αϊβαλί, γι΄ αυτό και το φέρσιμό της αρχοντικό.
Πόση πίκρα όμως θα ένιωθε η ίδια αργότερα, αν μάθαινε τα αισχρά πράγματα που έγιναν με κείνα τα εξωτερικά δάνεια που πήραν οι Έλληνες από την Αγγλία. Το πρώτο δάνειο ήταν 800.000 λίρες και το δεύτερο 2.000.000 λίρες. Αν μάθαινε δηλαδή ότι:
‘Στα χέρια των Ελλήνων έφτασαν από μεν το πρώτο κάπου 300.000 λίρες κι από το δεύτερο κάπου 600.000 λίρες. Τα υπόλοιπα κρατήθηκαν σαν μεσιτικά, προμήθεια, τόκοι, χρεωλύσια, και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα, με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθεια του πλήθους’.
Πόση απογοήτευση θα ένιωθε, αυτή που πρόσφερε στον Αγώνα το ασημένιο της δαχτυλίδι και το τελευταίο της γρόσι και δούλευε για τα ορφανά του πολέμου χωρίς αμοιβή, αν διάβαζε ότι «‘Όλοι όσοι ανακατώθηκαν με αυτά τα δυο δάνεια, έγιναν τελικά πλούσιοι και μόνον ο άμεσα ενδιαφερόμενος- η φτωχή Ελλάδα, έμεινε με αδειανά χέρια…. ενώ το κράτος βρέθηκε χρεωμένο με 2.400.000 λίρες στερλίνες’».
Μακάρι να ήταν αγράμματη και να μη διάβασε ποτέ όσα γράφτηκαν:
‘Για αισχρή παραμέληση του καθήκοντος. Καταχρήσεις και ολοφάνερες κλεψιές, σε τέτοιο βαθμό, που φυσικά, όπου και να γινόταν θα ΄ταν αίσχος, μα πολύ περισσότερο εδώ, που τα χρήματα αυτά χρειάζονταν για τη σωτηρία ολοκλήρου του έθνους. Και όλα αυτά έγιναν από ανθρώπους που στο στόμα τους είχαν συνεχώς τη λέξη ελευθερία, πατριωτισμός, φιλανθρωπία και φιλελληνισμός’.
Εγώ, η Ψωροκώσταινα, τρισέγγονη και βάλε της ξακουστής Ελληνίδας, πρωτοπόρος στη φτώχια και στην ανιδιοτέλεια, διαβάζω με πάθος την ιστορία του Ελληνικού Έθνους, για να μάθω κι άλλα για τα δάνεια του Αγώνα. Γιατί, αν εκείνα τα δάνεια είχαν αυτή την τύχη με τη σκλαβιά στην πλάτη και τον Ιμπραήμ να αλωνίζει στην Πελοπόννησο, ποια θα είναι η τύχη της πατρίδας μου με τα τωρινά δάνεια;
Με τη θύμηση της Πανωραίας και με δάκρυα στα μάτια διαβάζω: ΄΄τα δύο δάνεια, που συνάφθηκαν για την επίτευξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, υπήρξαν οι θεμελιώδεις συντελεστές της ε ξ α ρ τ ή σ ε ώ ς του!΄΄
‘πολλά από τα μέλη της επιτροπής του Λονδίνου κερδοσκοπούσαν σε βάρος της δυστυχίας της Ελλάδας’.
‘Οι αντιπρόσωποι ζούσαν τη μεγάλη ζωή και δε δίνανε λογαριασμό σε κανέναν’.
Και το τραγικότερο: «Ως εγγύηση για την πληρωμή των τόκων έμπαιναν όλα τα δημόσια έσοδα και για την αποπληρωμή του κεφαλαίου όλα τα εθνικά κτήματα».
Αυτά τα δάνεια πάρθηκαν ‘με την υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφείων. Αυτό έκανε τους Άγγλους ν’ ανοίξουν τα πουγκιά τους’.
Και η υποθήκη αυτή καταδίκασε την Πανωραία, όπως και πλήθος Αγωνιστών, να πεθάνει ακτήμονας και φτωχή, όπως έζησε.
Και την πατρίδα μου να πάρει το όνομά της.
Τη φτώχεια της αλλά και το μεγαλείο της!
G. Maurer, Ο ελληνικός λαός.
Μέντελσον-Μπαρτόλδυ, Η ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως.
Samuel Howe, Η σπατάλη του ελληνικού δανείου: Κερδοσκοπίες και καταχρήσεις.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών.
Σημ: Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα, ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο της νεοελληνικής ιστορίας και αφιέρωσε τη ζωή της στην υπηρεσία της πατρίδος.Το 1821 καταστράφηκε η πόλη των Κυδωνιών. Στην χαλασιά αυτή κατάφερε να σωθεί η Πανωραία Χατζηκώστα, μια αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Με άλλους ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Τον άντρα της και τα παιδιά της τους έσφαξαν μπρος τα μάτια της οι Τούρκοι. Στα Ψαρά λοιπόν (γι’ αυτό ονομάστηκε Ψαροκώσταινα) βρέθηκε πάμφτωχη και ολομόναχη. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Μόνη βγάζει το ψωμί της πότε κάνοντας την αχθοφόρο, πότε την πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την συμπονούσαν. Παρά τα προβλήματά της, η Πανωραία ζήτησε και πήρε υπό την προστασία της παιδιά ορφανά. Για να τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Τα αλητάκια της παραλίας την πείραζαν και την φώναζαν Ψωροκώσταινα.
Σε έρανο για να βοηθηθεί το Μεσολόγγι, ζητούσαν από τους καταστραμμένους, πεινασμένους και χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσουν τους μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Η φτωχότερη όλων, η χήρα Χατζηκώσταινα, έδωσε τον οβολό της.
Το παρατσούκλι απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, από τότε και έως τις ημέρες μας, που αναφέρεται συχνά. Αυτός ο χαρακτηρισμός, για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν είναι απαξιωτικός, διότι η Πανωραία Χατζηκώστα η επονομασθείσα Ψαροκώσταινα και Ψωροκώσταινα υπήρξε μια αξιομίμητη πατριώτισσα με λεβεντιά και φιλότιμο. (περίληψη από ΄΄Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού΄΄)
- Χρονογράφημα της Αλίκης Αλεξίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου