Πριν από κάθε τι άλλο, ευχόμαστε καλά Χριστούγεννα σε όλους, με υγεία, ευτυχία, αλληλεγγύη και αισιοδοξία για το κοινό μας μέλλον.
Επιθυμούμε δε να ευχαριστήσουμε τους φίλους για τα καλά τους λόγια, τα
οποία ενδυναμώνουν τις προσπάθειες μας - σε σχέση με την όσο το δυνατόν
καλύτερη ενημέρωση μπορούμε να προσφέρουμε στα...
οικονομικά κυρίως θέματα, τα οποία ανήκουν στο γνωστικό μας πεδίο.
οικονομικά κυρίως θέματα, τα οποία ανήκουν στο γνωστικό μας πεδίο.
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να τονίσουμε ξανά ότι, η
Ελλάδα είναι μία πάμπλουτη, πολλαπλά προικισμένη χώρα, η οποία έχει
όλες τις προϋποθέσεις για να καταφέρει να ξεφύγει από την κρίση – ενώ οδηγήθηκε σκόπιμα σε εγκληματικά αδιέξοδα, χωρίς κανέναν αντικειμενικό λόγο.
Για
να αντιμετωπισθεί τώρα η πολιτική πλευρά της κρίσης, μέσα από την οποία
θα καταπολεμηθεί ριζικά η οικονομική, η κοινωνική και η πολιτιστική, θεωρούμε απαραίτητη την αναθεώρηση του πολιτεύματος μας – εν πρώτοις προς την κατεύθυνση της συμμετοχικής δημοκρατίας η οποία, όπως έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, ορίζεται ως εξής:
“Η
συμμετοχική δημοκρατία είναι ένας τύπος φιλελεύθερης δημοκρατίας, η
οποία δίνει έμφαση στην ευρεία εμπλοκή των πολιτών στην διεύθυνση και
διαχείριση των πολιτικών υποθέσεων.
Αν
και η ετυμολογία υπονοεί ότι, όλα τα πολιτεύματα που αξίζουν την
ονομασία «δημοκρατία» στηρίζονται στη συμμετοχή των πολιτών, οι
παραδοσιακές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες τείνουν να περιορίζουν τη
συμμετοχή αυτή στην ανάδειξη αντιπροσώπων, οι οποίοι αποφασίζουν για όλα τα ζητήματα, εγκαταλείποντας έτσι τη διακυβέρνηση σε μία επαγγελματική ολιγαρχία – πολύ συχνά δε, σε έναν «κομματικό» δικτάτορα-πρωθυπουργό.
Η
συμμετοχική δημοκρατία προσπαθεί να εισάγει σε αυτό το σύστημα κάποια
χαρακτηριστικά άμεσης δημοκρατίας, συνήθως σε φιλελεύθερο πλαίσιο, έτσι
ώστε να διευρύνει το πλήθος των ανθρώπων που έχουν πρόσβαση στις
πολιτικές διεργασίες λήψης αποφάσεων, αλλά και να εμβαθύνει αυτήν την
πρόσβαση”.
Περαιτέρω, “Όλα τα κόμματα εξουσίας μίας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί μέσα σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό πλαίσιο, είναι
εκ φύσεως «υποχρεωμένα» να κάνουν μεγάλες «παραχωρήσεις» στους εκλογείς
τους, να λειτουργούν με αδιαφάνεια, να διαπλέκονται και να
διαφθείρονται - με αποτέλεσμα να μην διαχειρίζονται σωστά τα δημόσια
οικονομικά, όχι επειδή δεν μπορούν ή δεν θέλουν, αλλά λόγω του ότι δεν
γίνεται διαφορετικά.
Το
κυρίαρχο κόμμα, στην προσπάθεια του να «ισορροπήσει» παραμένοντας στην
εξουσία, χωρίς να επιβαρύνει με φόρους ή με μειωμένες
παροχές/διευκολύνσεις καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες (εργαζόμενους,
επιχειρηματίες), καθώς επίσης να συντηρήσει τον αχόρταγο πολλές φορές
κομματικό του μηχανισμό, καταφεύγει στο δανεισμό. Δια μέσου του δανεισμού όμως, γίνεται αυτόματα «υποχείριο» του αδρανούς τοκογλυφικού κεφαλαίου, οδηγώντας τη χώρα του στην ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας”
Ολοκληρώνοντας
τη σκέψη μας, οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, πιστεύουμε στα τεκμηριωμένα
πλεονεκτήματα του κοινωνικού κράτους, καθώς επίσης της μη μονοπωλιακά καπιταλιστικής, της πραγματικά δηλαδή ελεύθερης αγοράς
- με ελεγχόμενο το μέγεθος, τη δομή και τη λειτουργία των επιχειρήσεων
που δραστηριοποιούνται εντός της (από επαρκείς επιτροπές ανταγωνισμού
κλπ), καθώς επίσης στην παραμονή όλων των κοινωφελών επιχειρήσεων στην
ιδιοκτησία του δημοσίου.
Έτσι λειτουργούσε η Δυτική Γερμανία, επιτυγχάνοντας το γερμανικό θαύμα - πριν «καταληφθεί» βέβαια από το «νεοφιλελεύθερο πνεύμα» (μετά την ένωση της), το οποίο στη συνέχεια «διαδέχθηκε» ο ασύδοτος, μονοπωλιακός και επεκτατικός καπιταλισμός.
Ταυτόχρονα πιστεύουμε ότι, η αναθεώρηση του πολιτεύματος οφείλει να είναι απόλυτα «εφαρμόσιμη» –
να μην δημιουργήσει δηλαδή κοινωνικά, οργανωτικά ή επιχειρηματικά
προβλήματα, να είναι σταδιακή και συνεχής, με προκαθορισμένο όμως τον
τελικό προορισμό.
Στα
πλαίσια αυτά, θεωρούμε ως τελικό προορισμό της συνεχώς εξελισσόμενης
«συμμετοχικής δημοκρατίας», του δημοκρατικού πολιτεύματος δηλαδή, στο
οποίο συμμετέχουν ενεργά όλοι οι ενδιαφερόμενοι Πολίτες, την άμεση
δημοκρατία - έτσι όπως αυτή λειτουργεί σήμερα στην Ελβετία, η οποία την υιοθέτησε από την αρχαία Ελλάδα.
Κατευθυνόμενοι
τώρα προς την άμεση δημοκρατία, έχουμε την άποψη ότι, δεν χρειαζόμαστε
νέα πολιτικά κόμματα, αφού έχουμε ήδη αρκετά. Αντίθετα, αυτό
που χρειαζόμαστε άμεσα, είναι να πείσουμε ή να απαιτήσουμε από ένα
τουλάχιστον κόμμα εξουσίας, υποσχόμενοι την ψήφο μας, να υιοθετήσει στο
πρόγραμμα του τη συμμετοχική δημοκρατία.
Αναμφίβολα,
όποιο κόμμα δεν αποφασίσει να υιοθετήσει τις αρχές της άμεσης
δημοκρατίας, ανεξαρτήτως πολιτικής κατεύθυνσης, δεν αξίζει την ψήφο μας.
Στην περίπτωση δε που δεν θελήσει να το κάνει κανένα από τα υφιστάμενα,
είναι καλύτερα να διατηρήσουμε «λευκή» τη θέση μας - έως
ότου ιδρυθεί κάποιο νέο κόμμα, το οποίο θα προσπαθήσει να υπηρετήσει
πραγματικά τη χώρα του και τους Πολίτες της, με τη δική τους ενεργή
συμμετοχή. Άλλη λύση δεν υπάρχει, ενώ είναι σίγουρα ανόητο να
συνεχίσουμε να περιμένουμε το «σωτήρα» - ή να θεωρούμε «σωτήρες»
κάποιους πολιτικούς, μετά από τόσες δεκαετίες συνεχών αποτυχιών, οι
οποίες οδήγησαν την Ελλάδα στα νύχια του ΔΝΤ.
Πρώτη
προτεραιότητα τώρα της συμμετοχικής δημοκρατίας οφείλει να είναι η
δημιουργία εξειδικευμένων επιτροπών Πολιτών - οι οποίοι θα εκλέγονται σε
ετήσια βάση με κλήρο, μεταξύ αυτών που θα υποβάλλουν αιτήματα επιλογής
τους, ανάλογα με το γνωστικό πεδίο τους. Οι εθελοντικές αυτές επιτροπές,
θα έχουν σκοπό τον έλεγχο όλων των δραστηριοτήτων του δημοσίου σε ετήσια βάση,
συμπεριλαμβανομένων των λογιστικών καταστάσεων, καθώς επίσης των
Ισολογισμών των πολιτικών κομμάτων – κυρίως βέβαια των κομμάτων
εξουσίας.
Φυσικά,
όλες οι καταστάσεις και οι Ισολογισμοί των κομμάτων, καθώς επίσης του
στενότερου ή ευρύτερου δημοσίου, με τα ανάλογα ενημερωτικά (όπως
συμβαίνει με τις εισηγμένες εταιρείες), οφείλουν να προετοιμάζονται και να αναρτώνται με διαφάνεια στο διαδίκτυο
- έτσι ώστε να είναι «προσβάσιμες» όχι μόνο στις επιτροπές, αλλά σε
όλους τους ενδιαφερομένους για τη χώρα τους Πολίτες, όπως και στα ΜΜΕ.
Περαιτέρω,
άλλες επιτροπές Πολιτών πρέπει να ελέγχουν τους εκάστοτε νόμους που
ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο, με τους σημαντικότερους ίσως από αυτούς
να προϋποθέτουν δημοψηφίσματα – όπως συμβαίνει στην Ελβετία. Για
παράδειγμα, η προσφυγή της χώρας σε έναν διεθνή οργανισμό, όπως στο ΔΝΤ, όφειλε να είναι απόφαση του συνόλου των Πολιτών της
– επίσης όλοι οι νόμοι, οι οποίοι αφορούν σοβαρά θέματα των βουλευτών
της (ευθύνες υπουργών κλπ). Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις επιτροπές
ελέγχου οικονομικών σκανδάλων του δημοσίου, όπως το πρόσφατο της Siemens, έτσι ώστε να μην είναι οι ίδιοι αυτοί που ελέγχονται και ελέγχουν.
Ολοκληρώνοντας, όλες οι επιτροπές θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση ενημέρωσης της κοινής γνώμης,
με τη βοήθεια δικών τους ΜΜΕ – ενός τηλεοπτικού σταθμού για παράδειγμα,
μίας εφημερίδας και ενός διαδικτυακού χώρου, μόνο για το συγκεκριμένο
αντικείμενο (με πολιτικές, επιμορφωτικές εκπομπές στον κενό χρόνο).
Τέλος, οι επιτροπές θα πρέπει να μπορούν να προτείνουν νέους νόμους, τηρουμένων βέβαια κάποιων προϋποθέσεων (συλλογή άνω των 100.000 υπογραφών κλπ.) - ενώ το Σύνταγμα θα μπορεί (ή θα πρέπει) να αλλάζει, μόνο με δημοψήφισμα.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απαιτείται για την οριστική έξοδο μας από την κρίση δεν είναι τίποτε άλλο, από τους συνειδητοποιημένους και αποφασισμένους Πολίτες. Ανεξάρτητα δε από την παραμονή μας ή μη στη νομισματική ένωση (είμαστε ανέκαθεν υπέρ μίας Ενωμένης Ευρώπης των Πολιτών της), κάτι για το οποίο, έστω και εκ των υστέρων, οφείλει κάποια στιγμή να διεξαχθεί δημοψήφισμα, η Ελλάδα πρέπει να είναι σε θέση να επιβιώνει από μόνη της, χωρίς την ανάγκη κανενός – αφού διαφορετικά οι όποιες «διαπραγματευτικές» δυνατότητες της, σε περιβάλλον «εθνικής κυριαρχίας», είναι μηδενικές.
Στα
παραπάνω πλαίσια, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε σήμερα,
Χριστούγεννα του 2012, ένα παλαιότερο κείμενο μας, από τον Μάιο του
2009, με τον τίτλο «Πως θα μπορούσε να γίνει η Ελλάδα η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα της Ευρώπης;»
Ανάλυση (Μάιος 2009)
Σύμφωνα με το φιλόσοφο Karl Popper, η πραγματικότητα χωρίζεται σε τρείς, διαφορετικούς αλλά παράλληλους, κόσμους:
(α) Στον κόσμο νούμερο ένα, ο οποίος χαρακτηρίζεται σαν ο «υλικός» κόσμος της ύπαρξης.
Ο κόσμος αυτός «κατοικείται» από αυτοκίνητα, ψυγεία, υπολογιστές και
όλα τα υπόλοιπα που μπορεί κανείς να αποκτήσει με χρήματα.
(β) Στον κόσμο νούμερο δύο, ο οποίος είναι ο κόσμος των εμπειριών και των συναισθημάτων μας. Μέσα στα πλαίσια αυτού του κόσμου γελάμε, θυμώνουμε, αγαπάμε, μισούμε, φοβόμαστε και ελπίζουμε.
(γ) Στον κόσμο νούμερο τρία, στον κόσμο του πνεύματος,
μέσα στον οποίο γράφονται βιβλία, ζωγραφίζονται πίνακες, σχεδιάζονται
γέφυρες και εφευρίσκονται οι υπολογιστές. Στον ίδιο όμως αυτό κόσμο
γίνονται κατανοητά τα κοινωνικά προβλήματα και επιλύονται με τη βοήθεια
του νου. Είναι
ο κόσμος του δυνατού, του εφικτού δηλαδή, ο οποίος διαφοροποιεί εντελώς
τον άνθρωπο από όλα τα υπόλοιπα «πλάσματα» της δημιουργίας.
Όλοι
οι παραπάνω «κόσμοι» είναι μεταξύ τους συνδεδεμένοι, ενώ ο άνθρωπος
ευρίσκεται σε διαρκή κίνηση μεταξύ τους. Εάν δεν είχε εφευρεθεί το
αεροπλάνο δεν θα μπορούσαμε να πετάμε, ενώ εάν δεν υπήρχαν αεροπορικά
δυστυχήματα, δεν θα έψαχνε ο νους μας να βρει ένα καινούργιο, καλύτερο
αεροπλάνο. Μέσω της διαρκούς κίνησης μας από τον ένα κόσμο στον άλλο δημιουργείται η πρόοδος, οπότε ο φιλόσοφος μιλάει για «εκπαιδευτικά ταξίδια, με στόχο την αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου».
Θεωρώντας
λοιπόν ότι η σημερινή παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση αποτελεί ένα
ανάλογο με το παραπάνω δυστύχημα (την πτώση του αεροπλάνου), είμαστε
υποχρεωμένοι να ψάξουμε να βρούμε όλες τις αιτίες που την προκάλεσαν, με απώτερο στόχο να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε ένα καινούργιο, καλύτερο, ασφαλέστερο και δικαιότερο «σύστημα». Έτσι θα μετατρέπαμε το πρόβλημα σε ευκαιρία, ψάχνοντας όχι απλά για τη λύση του, αλλά για ένα καλύτερο μέλλον.
Χωρίς
να χάσουμε χρόνο στις λεπτομέρειες, ο καθένας μας καταλαβαίνει αμέσως
ότι οι κύριες αιτίες του «δυστυχήματος», αυτές δηλαδή που προκάλεσαν το
«σφάλμα», πρέπει να αναζητηθούν τόσο στην Οικονομία, όσο και στην
Πολιτική. Πιθανότατα είναι αυτές ακριβώς που έχουν πάψει από κάποια
χρόνια τώρα να κατοικούν στον τρίτο κόσμο - παραστατικά στο τελευταία
πάτωμα του τριώροφου «κτιρίου της πραγματικότητας», το οποίο σπάνια πια
επισκέπτονται. Η προσπάθεια εκ μέρους των δύο αυτών «κοινωνικών» επιστημών για την εύρεση ενός καλύτερου κόσμου φαίνεται να έχει ανασταλεί, με το υφιστάμενο, πολύπλοκο και αδιαφανές, σύστημα να αποτελεί πλέον μονόδρομο.
Όπως αποδεικνύεται από αυτά που έχουν αποκαλυφθεί μετά το ξέσπασμα της κρίσης, τόσο στην Οικονομία, όσο και στην Πολιτική έχει επικρατήσει ολοσχερώς το marketing – δυστυχώς όχι στην αρχική του μορφή, την ενημερωτική, αλλά στην διαβρωμένη τελική του, την «χειραγωγική».
Οικονομικά
δηλαδή, φαίνεται καθαρά ότι επικεντρωθήκαμε στην ανακάλυψη, εξέλιξη και
διάθεση περίτεχνων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, αφήνοντας κατά μέρος
τις κουραστικές και αμφίβολες πραγματικές επενδύσεις, καθώς επίσης την
ανακάλυψη καινούργιων μεθόδων, για την ορθολογική αύξηση της
παραγωγικότητας. Από την άλλη πλευρά, «Πολιτικά» πάψαμε μάλλον να ασχολούμαστε με τα κουραστικά προγράμματα διακυβέρνησης και με την εξέλιξη των θεσμών, καλύπτοντας το κενό με το επαγγελματικό, το επικοινωνιακό δηλαδή «κυνήγι» της εξουσίας.
Θα
μπορούσε βέβαια να ισχυρισθεί κανείς, δικαιολογώντας τα παραπάνω, ότι
έχουμε φθάσει σε ένα σημείο εξέλιξης που δεν επιτρέπει «γραμμική»
βελτίωση, αλλά μόνο κυκλικές, «καλλωπιστικές» κινήσεις. Κατά την άποψη
μας θα είχε απόλυτο δίκιο, εάν συνεχίσουμε να «επιμένουμε» στην αποσύνδεση της Πολιτικής από την Οικονομία, αφού η «γραμμική» εξέλιξη απαιτεί τη σύγχρονη ανάπτυξη και των δύο αυτών συνισταμένων της ανθρώπινης προόδου.
Στο
πλαίσιο αυτής της λογικής, έχουμε την άποψη ότι για να ξεφύγουμε, εμείς
τουλάχιστον, από το «τέλμα» (από την ασταθή ανάπτυξη δηλαδή μέσω της
διαρκούς αύξησης των χρεών μας, από τη διαφθορά, από τον αμοραλισμό και
από την «υποτέλεια» στους εκάστοτε ισχυρούς), μας λείπει εν πρώτοις η
διατύπωση της σωστής ερώτησης. Εάν δεν θέσουμε τη σωστή ερώτηση, είναι αδύνατον να καταλήξουμε στη σωστή απάντηση
– πόσο μάλλον στη λύση. Επίσης, εάν δεν γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς είναι
οι στόχοι μας, διατυπωμένοι με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, είναι
αδύνατον να βρούμε ποτέ το δρόμο μας, όσο και αν προσπαθήσουμε.
Η απλή ερώτηση λοιπόν, για την οποία πρέπει να βρούμε άμεσα την απάντηση, είναι το πώς θα γίνει η Ελλάδα η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα της Ενωμένης Ευρώπης.
Εάν καταφέρουμε να απαντήσουμε σωστά, είμαστε της άποψης ότι θα έχει
ήδη λυθεί το μεγαλύτερο μέρος των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε –
ανεξάρτητα από την παρούσα κρίση, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο θα
μπορούσε να μετατραπεί από τεράστιο κίνδυνο, σε πολύ μεγάλη ευκαιρία.
Το ίδιο ερώτημα θα πρέπει να θέσουν τόσο οι άλλες χώρες, όσο και οι ενώσεις τους, με στόχο την ορθολογική παγκοσμιοποίηση, όταν και εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες – η συνολική πρόοδος δηλαδή, σαν συνισταμένη των «ατομικών».
Αναζητώντας
εμείς την «πολιτική» απάντηση με τη βοήθεια της ιστορίας μας,
πιθανολογούμε ότι η ακμή ενός λαού σαν τον δικό μας, θα μπορούσε να
στηριχθεί στις τρείς παρακάτω προϋποθέσεις (η παρακμή, αντίστοιχα, στην
παντελή έλλειψη τους):
(α) Σε
ένα σύνολο υγιών οικονομικών & πολιτικών θεσμών, οι οποίοι να
καθορίζουν επακριβώς το πλαίσιο, μέσα στο οποίο να μπορούμε να
αναπτυχθούμε, ανταγωνιζόμενοι με ίσους όρους. Το «σύστημα» δε που θα
προκύπτει από αυτούς τους θεσμούς (μέσα στα γενικότερα πλαίσια του
κοινωνικού καπιταλισμού), οφείλει να είναι απλό, γρήγορο, διαφανές και
εύκολα κατανοητό από όλους τους πολίτες.
(β) Σε ένα σύνολο συνειδητών πολιτών, το οποίο να κατανοεί επαρκώς τις αρχές της Οικονομίας και της Δημοκρατίας
ή, τουλάχιστον, να έχει διαμορφώσει ένα χαρακτήρα συνεπή προς το
συγκεκριμένο «τρόπο ζωής». Για παράδειγμα, να μην εξελίσσεται εις βάρος
των άλλων, να μην συμπεριφέρεται όπως δεν θέλει να του συμπεριφέρονται,
να μην επιβουλεύεται την ελευθερία των άλλων, να μην επιθυμεί αυτά που
ανήκουν στους άλλους - κατά το αρχέτυπο «συνειδησιακό σύνταγμα» των 10
εντολών και να μην στηρίζει το βιοτικό του επίπεδο στα χρέη, αλλά στην
παραγωγικότητα,
(γ) Σε μία υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία να μπορεί να κατευθύνει ορθολογικά το κράτος
(όχι απλά να διαχειρίζεται το δημόσιο πλούτο), καθώς επίσης να
διαφυλάσσει τη χώρα της, τουλάχιστον στις κρίσιμες στιγμές – χωρίς ποτέ
να επιτρέπει σε τρίτους να την προσβάλλουν. Τα απολύτως απαραίτητα
χαρίσματα που πρέπει να διαθέτει η ηγεσία αυτή δεν είναι άλλα από το να
μπορεί να πείθει τεκμηριωμένα, να εμπνέει και να διδάσκει - να
εκπαιδεύει δηλαδή τους κυβερνωμένους.
ΟΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ
Όσον
αφορά την πρώτη προϋπόθεση, τους Θεσμούς, πιστεύουμε ότι εξέλιξη μας σε
μία πραγματική Δημοκρατία, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν «γνώμονα»
πολιτικής σκέψης – ιδιαίτερα επειδή η μορφή του εκάστοτε πολιτεύματος διαμορφώνει και το χαρακτήρα των πολιτών. Σε γενικές γραμμές, η δημοκρατία αυτή οφείλει να έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
(α) Σεβασμό της ατομικότητας, υπακοή στους νόμους, ανεκτικότητα και πλήρη «συμβατότητα» με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς – της πλήρως ανταγωνιστικής δηλαδή, χωρίς μονοπώλια και ολιγοπώλια, με θεμέλιο στήριγμα τη μικρομεσαία επιχείρηση.
Όπως γνωρίζουμε εμπειρικά, η δημοκρατία έχει την προοπτική να απελευθερώνει όλα τα αποθέματα ενέργειας ενός λαού,
έχοντας σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας χώρας με πρωτοφανείς
δυνατότητες. Το χαρακτηριστικό αυτό της Δημοκρατίας είναι σε πλήρη
αντίθεση με τα αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία «είναι υποχρεωμένα να επιβλέπουν τις αποκλεισμένες μάζες, υπονομεύοντας την πιθανή δύναμη τους».
(β) Πλήρη έλεγχο των κυβερνόντων, σε σχέση με την τήρηση των προγραμμάτων τους,
καθώς επίσης με τη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων. Ο έλεγχος αυτός
πρέπει να εξασφαλίζεται από μία ανεξάρτητη Αρχή, υπό τον εκάστοτε
Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η οποία όχι μόνο να ελέγχει, αλλά και να
εποπτεύει το κυβερνών κόμμα, όσον αφορά τα νομοσχέδια, τους
προϋπολογισμούς, τις προεκλογικές δεσμεύσεις κλπ. Τα μέλη της
ανεξάρτητης αυτής Αρχής θα έπρεπε να διορίζονται με τυχαία κλήρωση
μεταξύ αυτών που, έχοντας τις απαιτούμενες δεξιότητες και επιθυμώντας να
συμμετέχουν στα κοινά, θα είχαν υποβάλει υποψηφιότητα.
(γ) Αποδεκτή από όλους μέθοδο απονομής Δικαίου, χωρίς καμία εξαίρεση
(«ασυλία» των πολιτικών κλπ), όπου τουλάχιστον όσον αφορά τα
κακουργήματα, σε επίπεδο Εφετείου, θα πρέπει να αποφασίζουν Ένορκοι και
όχι Δικαστές. Επίσης θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο «παραδειγματισμός» και
των δικαστών πρώτου και δεύτερου βαθμού, εφόσον οι αποφάσεις τους
«καταρρίπτονται» από τις επόμενες βαθμίδες (για παράδειγμα, εάν
καταρριφθούν άνω των 10 αποφάσεων, να διακινδυνεύει τη θέση του ο
υπεύθυνος δικαστής). Έτσι θα αποφεύγεται και εδώ το «ετεροβαρές ρίσκο»,
αυτό δηλαδή που ένα πρόσωπο αποφασίζει πόσο ρίσκο θα αναλάβει, ενώ
κάποιο άλλο πρόσωπο πληρώνει το κόστος, όταν τα πράγματα δεν εξελιχθούν
θετικά και καταλήξουν σε ζημίες.
Όσον αφορά τώρα τη δεύτερη προϋπόθεση, τους «συνειδητούς πολίτες», διαπιστώνουμε αμέσως ότι δεν είναι οι πολιτικοί οι μοναδικοί ένοχοι για τα όποια προβλήματα αντιμετωπίζουμε αλλά, μαζί με αυτούς, και εμείς οι ίδιοι.
Αναμφίβολα, λίγοι καταλαβαίνουμε τις αρχές της Δημοκρατίας, ενώ ακόμη
πιο λίγοι προσπαθούμε να διαμορφώσουμε έναν χαρακτήρα, απόλυτα συνεπή με
έναν τέτοιο «τρόπο ζωής». Διαφορετικά δεν θα περιμέναμε κάθε φορά από
τα όποια πολιτικά κόμματα να μας προτείνουν ένα «πρόγραμμα
διακυβέρνησης» που σχεδόν ποτέ δεν μελετάμε, αλλά θα συμμετείχαμε ενεργά
στη δημιουργία του.
Εάν
οι πολιτικοί δεν ξέρουν τι ακριβώς θέλουμε και εάν εμείς δεν
συμμετέχουμε στα κοινά, είναι αδύνατον να βρεθούν οι σωστές λύσεις. Όσο
δεν εμπιστευόμαστε στο μέσο πολίτη (στον εαυτό μας δηλαδή) τη
διαχείριση της δημόσιας ζωής, τόσο χειρότερα θα γίνονται τα πράγματα,
αφού θα καταφεύγουμε συνεχώς σε επαγγελματίες της πολιτικής, σε
γραφειοκράτες και σε δήθεν ειδικούς, οι οποίοι θα αποσκοπούν μόνο στο
δικό τους όφελος, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία μας να εμπιστευθούμε
τους εαυτούς μας.
Τέλος,
όσο επιτρέπουμε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης να μας χειραγωγούν (αντί να
μας διασκεδάζουν πολιτισμένα, να μας ενημερώνουν και να μας
εκπαιδεύουν), αδυνατίζοντας τις υγιείς αντιστάσεις μας, κατατροπώνοντας
τους «δημόσιους άνδρες» μας και υποδουλώνοντας μας, τόσο πιο επώδυνα θα γίνονται τα προβλήματα μας και τόσο πιο πολύ θα μειώνεται η αποδοτικότητα μας.
Όλα τα πράγματα πρέπει να στηρίζονται σε κάποιες βάσεις, σε κάποια
θεμέλια δηλαδή που δεν θα είναι εύκολο να «γκρεμιστούν» από κανέναν μας.
Η
ανταγωνιστικότητα μας λοιπόν, η παραγωγικότητα και η δυναμικότητα μας,
είναι αδύνατον ποτέ να αναπτυχθούν, εάν προηγουμένως δεν τοποθετηθούν τα
απαιτούμενα θεμέλια. Τα συμφέροντα μας, υπό υγιείς βέβαια προϋποθέσεις, είναι απολύτως συνυφασμένα με τα συμφέροντα της χώρας μας, ενώ δεν μπορούμε να είμαστε ασφαλείς, επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι, παρά μόνο εάν προηγηθεί η χώρα μας.
Ειδικά
δε ο μέσος άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με το «χαρισματικό», μπορεί να
μεγαλουργήσει μόνο μέσω του μεγαλείου της χώρας του. «Όμως, μόνο μέσα σε μία δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα».
Όσον
αφορά την τελευταία προϋπόθεση, την υψηλής ποιότητας ηγεσία, η οποία
είναι η πλέον σημαντική, αφού μπορεί να αντισταθμίσει τις ενδεχόμενες
αδυναμίες των άλλων δύο, έχουμε την άποψη ότι είναι
εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς εκείνον τον ηγέτη που να μπορεί
πραγματικά να πείθει, χωρίς να διατάζει, καθώς επίσης να προσελκύει
δίπλα του (αφιλοκερδώς) τους ικανότερους των συμπολιτών του. Οι
περισσότεροι από εμάς έχουμε τόσες ανασφάλειες και τόσα συμπλέγματα που
μόνο κάτω από κάποιας μορφής «απολυταρχικό» χαρακτήρα μπορούμε να
λειτουργήσουμε. Εκτός αυτού, για να μπορεί κανείς να πείσει, θα πρέπει
να προηγηθεί η δική του πίστη στις ικανότητες του και στην ορθότητα των
απόψεων του – κάτι που στην πράξη είναι εξαιρετικά δύσκολο.
Το χάρισμα όμως να διδάσκει ο ηγέτης τους ελεύθερους πολίτες της χώρας του (το
εγγενές παράδοξο στη δημοκρατία είναι ότι οφείλει να δημιουργεί πολίτες
ελεύθερους, αυτόνομους και αυτάρκεις, εξαρτώμενη παράλληλα από αυτούς),
να τους εκπαιδεύει δηλαδή, έχοντας τις ικανότητες που απαιτεί αυτός ο
ρόλος, είναι πολύ πιο δύσκολο να υπάρξει από το προηγούμενο.
Όμως,
μόνο εάν ο ηγέτης διαθέτει αυτά τα χαρίσματα, έχοντας την επί πλέον
ικανότητα να μπορεί να ανταπεξέρχεται με τον κίνδυνο της αστάθειας του
πραγματικά δημοκρατικού πολιτεύματος, μπορεί
να απελευθερώσει τις κρυμμένες δυνάμεις όλων των πολιτών του, οι οποίοι
τότε θα συμμετέχουν εθελοντικά σε μία κοινή προσπάθεια, με στόχο να γίνει το κράτος τους η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη χώρα του κόσμου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Συμπερασματικά λοιπόν, είναι
απαραίτητη η αναβίωση της συνεχούς πολιτικής αναζήτησης του καλύτερου
κάθε φορά δρόμου και του ικανότερου ηγέτη, με στόχο τη ριζική επίλυση
των προβλημάτων μας. Εάν καταφέρουμε να εξελίξουμε ορθολογικά το
Πολιτικό μας σύστημα, καθώς επίσης να επικεντρωθούμε σε εκείνους τους
τομείς της Οικονομίας που μπορούμε πραγματικά να αποδώσουμε,
πολλαπλασιάζοντας το ΑΕΠ μας παραγωγικά και όχι καταναλωτικά, τότε
πραγματικά θα μεγαλουργήσουμε.
Πολύ περισσότερο, αφού θα πάψουμε φυσικά να προτείνουμε «τετριμμένα» την επιβολή νέων φόρων, την εξάλειψη της φοροδιαφυγής
(μοναδική εξαίρεση η φοροαποφυγή των πολυεθνικών) και τη μείωση των
κρατικών δαπανών αφού, αυξανομένου του ΑΕΠ, θα αυξανόταν αυτόματα και η
φορολογική βάση (κατ’ επέκταση, οι φόροι σε απόλυτο μέγεθος)
Οι
πολίτες φορολογούνται παραπάνω από το κανονικό, συγκριτικά με άλλες
χώρες (διαπίστωση του ΟΟΣΑ) ενώ, εάν προσθέσουμε στο 22% των φόρων επί
του ΑΕΠ που ήδη εισπράττονται τους «έμμεσους» τρόπον τινά φόρους
(φροντιστήρια, ιατρική περίθαλψη κλπ), θα υπερβούμε κατά πολύ αυτά που μπορούν πραγματικά να αποδοθούν στο δημόσιο – εκτός του ότι η δυσανάλογη αύξηση της φορολογίας προκαλεί αφ ενός μεν ύφεση, αφ ετέρου εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Όσον αφορά τώρα την εξάλειψη της φοροδιαφυγής, μόνο
«στατιστική» πρόοδος μπορεί να καταγραφεί, με βάση την υφιστάμενη
εμπειρία, εάν δεν αυξηθούν υπερβολικά (και ασύμφορα) οι δαπάνες
«δίωξης». Η μείωση της φοροδιαφυγής άλλωστε των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων είναι ευθέως ανάλογη της αύξησης της κερδοφορίας τους και
επομένως, όταν ευημερούν, περιορίζεται αυτόματα η όποια φοροδιαφυγή
τους, χωρίς ιδιαίτερες προσπάθειες από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς των
κρατών.
Τέλος,
η μείωση των κρατικών δαπανών θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί, με
τη βοήθεια της ανεξάρτητης ελεγκτικής/εποπτικής Αρχής υπό τον Πρόεδρο
της Δημοκρατίας που προτείναμε – ξανά όμως «στατιστικά» και σε βάθος
χρόνου.
Περαιτέρω, οι κύριοι τομείς της Οικονομίας που μπορούμε να αναπτυχθούμε, αυξάνοντας το ΑΕΠ μας,
υπό τις σωστές προϋποθέσεις φυσικά, είναι ο Τουρισμός, η Ναυτιλία (οι
μεταφορές γενικότερα), η Γεωργία, οι Κατασκευές, η Τεχνολογία και τα
Χρηματοοικονομικά.
Σε αντίθεση με τις ήδη ανεπτυγμένες χώρες αντιστοίχου σχεδόν μεγέθους, όπως η Ολλανδία, οι προϋποθέσεις ανάπτυξης του ΑΕΠ μας είναι εξαιρετικά μεγάλες.
Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι οι ολλανδικές εξαγωγές είναι 430,4 δις €
(69,6% επί ενός ΑΕΠ ύψους 618,36 δις €), ενώ οι δικές μας μόλις 17,2 δις
€ (7,2% επί ενός ΑΕΠ ύψους 241,8 δις €) - πάνω από 25 φορές χαμηλότερες
δηλαδή, όταν έχουμε 2,56 φορές λιγότερο ΑΕΠ!
Σε
γενικές γραμμές, ο Τουρισμός μας απαιτεί ορθολογισμό (για παράδειγμα
την επέκταση στις χειμερινές διακοπές, στις παροχές υπηρεσιών υγείας
& ομορφιάς κ.α.), ενώ προϋποθέτει την ποιοτική ανάπτυξη της μαζικής
εστίασης, καθώς επίσης την ίδρυση ταξιδιωτικών πρακτορείων στο
εξωτερικό. Η Ναυτιλία μας
απαιτεί τη δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων που θα μπορούσαν
πραγματικά να προσελκύσουν το σύνολο των εφοπλιστών μας να εγκατασταθούν
«φορολογικά» στη χώρα μας. Οι μεταφορές ευρύτερα οφείλουν να
οργανωθούν καλύτερα και να ολοκληρώσουν τη ναυτιλία (λιμάνια κλπ) - την
«κάθετη» σύνδεση της δηλαδή με τους χερσαίους προορισμούς.
Η
Γεωργία μας πρέπει να επικεντρωθεί στα βιολογικά προϊόντα (καθόλου στα
«υβριδικά») και στα τρόφιμα υψηλής ποιότητας, καθώς επίσης να εξασφαλίσει μεθοδικά τα σωστά κανάλια διανομής, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Οι Κατασκευές μας οφείλουν να επεκταθούν περισσότερο στην Α. Ευρώπη,
αφού διαθέτουν πλέον πολύτιμο Know How από τα μεγάλα έργα υποδομής που
έχουν εκτελέσει στην Ελλάδα.
Οι δυνατότητες μας στην Τεχνολογία (Software, διαδίκτυο κλπ) είναι
αυξημένες, επειδή απαιτείται δημιουργικότητα σε συνθήκες ελευθερίας – πράγματα που διαθέτουμε εμείς, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αρκετές άλλες χώρες.
Τέλος, ο Χρηματοπιστωτικός τομέας μας (τράπεζες, επενδυτικές,
χρηματιστήριο κλπ) είναι αρκετά ανεπτυγμένος και θα μπορούσε να
εξασφαλίσει ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, εάν προσέλκυε
(ή εκπαίδευε μεθοδικά) ικανά στελέχη, έτσι ώστε να αξιολογεί σωστά τόσο
τους κινδύνους, όσο και τις ευκαιρίες, μακριά από την «τοκογλυφική»
αντιμετώπιση των αγορών.
Ίσως λοιπόν να έχει έλθει ο καιρός που πρέπει να πάψουμε να περιμένουμε τα πάντα από τους πολιτικούς και τα κόμματα.
Ίσως να πρέπει εμείς, αντιστρέφοντας τους όρους, να θέσουμε νέους
προβληματισμούς και να αναζητήσουμε ενεργητικά τους ηγέτες που θα
εφαρμόσουν τις νέες λύσεις.
Οδηγός
μας οφείλει να είναι το κοινό συμφέρον, καθώς επίσης η πρόθεση μας να
γίνουμε «πάση θυσία» η ωραιότερη, η πλουσιότερη και η πιο πολιτισμένη
χώρα της ΕΕ.,
με τη βοήθεια της απελευθέρωσης των τεράστιων αποθεμάτων ενέργειας όχι
μόνο των 5 εκ. εργαζομένων μας, αλλά ολόκληρου του Έθνους μας.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 25. Δεκεμβρίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου