Παρατηρώ γύρω μου ανθρώπους που δεν είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν
ότι αυτή η κρίση άλλαξε για πάντα το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε και
εργαζόμαστε (ή, εξίσου πιθανό πια- δεν εργαζόμαστε). Το βλέπουν, αλλά
αρνούνται να το παραδεχτούν. Έχουν την απαίτηση να γυρίσουμε πίσω στο
2009, να συνεχίσουμε να ζούμε με τις ίδιες συνήθειες, με τις ίδιες
αξίες, με τα ίδια λεφτά.
Κι επειδή αυτό είναι φύσει αδύνατον, πολύ φοβάμαι ότι ο πληθυντικός αριθμός πάει περίπατο και η απαίτηση μετατρέπεται ως εξής: Να συνεχίσει εκείνος να ζει με τις... ίδιες συνήθειες, με τις ίδιες αξίες, με τα ίδια λεφτά. Κι οι άλλοι, η χώρα, η κοινή μας συλλογική μοίρα, ας παν να κουρεύονται.
Παρατηρώ ότι αυτού του είδους η λογική δεν έχει χρώμα, κόμμα ή ενιαία χαρακτηριστικά. Είναι μια οριζόντια κάστα που μπορείς να τη συναντήσεις σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, σε διαφορετικές ηλικίες και σε άτομα από...
όλο ανεξαιρέτως το πολιτικό φάσμα. Αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα, γιατί τέτοιες νοοτροπίες νοθεύουν τις πολιτικές, ανακατεύουν τα ξερά με τα χλωρά και θολώνουν την εικόνα, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που στα καταθετικά κεφάλαια των τραπεζών αναμειγνύονται το μαύρο χρήμα με τις υγιείς αποταμιεύσεις. Έχεις την εντύπωση ότι τα δικά σου λεφτά, που τα μάζεψες δεκάρικο-δεκάρικο, θα νοθεύσουν τα μεγάλα ποσά; Όχι, το αντίθετο θα συμβεί. Τα βρόμικα λεφτά θα νοθεύσουν τα δικά σου! Έχεις την εντύπωση ότι άμα μπουν μέσα στο πλυντήριο ρούχα καλά και ρούχα σκάρτα, αγορασμένα απ’ το καλάθι, υπάρχει περίπτωση τα καλά να είναι εκείνα που θα ξεβάψουν και θα δώσουν καλό χρώμα στα σκάρτα; Ε, κάπως έτσι γίνεται και στην ελληνική κοινωνία, ιδίως μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της κρίσης και της σύγχυσης, που σου παίρνουν τα μυαλά και σε δυσκολεύουν να σκεφτείς με ψυχραιμία.
Κι επειδή αυτό είναι φύσει αδύνατον, πολύ φοβάμαι ότι ο πληθυντικός αριθμός πάει περίπατο και η απαίτηση μετατρέπεται ως εξής: Να συνεχίσει εκείνος να ζει με τις... ίδιες συνήθειες, με τις ίδιες αξίες, με τα ίδια λεφτά. Κι οι άλλοι, η χώρα, η κοινή μας συλλογική μοίρα, ας παν να κουρεύονται.
Παρατηρώ ότι αυτού του είδους η λογική δεν έχει χρώμα, κόμμα ή ενιαία χαρακτηριστικά. Είναι μια οριζόντια κάστα που μπορείς να τη συναντήσεις σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, σε διαφορετικές ηλικίες και σε άτομα από...
όλο ανεξαιρέτως το πολιτικό φάσμα. Αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα, γιατί τέτοιες νοοτροπίες νοθεύουν τις πολιτικές, ανακατεύουν τα ξερά με τα χλωρά και θολώνουν την εικόνα, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που στα καταθετικά κεφάλαια των τραπεζών αναμειγνύονται το μαύρο χρήμα με τις υγιείς αποταμιεύσεις. Έχεις την εντύπωση ότι τα δικά σου λεφτά, που τα μάζεψες δεκάρικο-δεκάρικο, θα νοθεύσουν τα μεγάλα ποσά; Όχι, το αντίθετο θα συμβεί. Τα βρόμικα λεφτά θα νοθεύσουν τα δικά σου! Έχεις την εντύπωση ότι άμα μπουν μέσα στο πλυντήριο ρούχα καλά και ρούχα σκάρτα, αγορασμένα απ’ το καλάθι, υπάρχει περίπτωση τα καλά να είναι εκείνα που θα ξεβάψουν και θα δώσουν καλό χρώμα στα σκάρτα; Ε, κάπως έτσι γίνεται και στην ελληνική κοινωνία, ιδίως μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της κρίσης και της σύγχυσης, που σου παίρνουν τα μυαλά και σε δυσκολεύουν να σκεφτείς με ψυχραιμία.
Ο ατομικισμός, φυσικά, δεν αποτελεί καινούριο φρούτο. Είναι η επιτομή
της καπιταλιστικής κουλτούρας, που παρεισέφρησε ανεπαίσθητα από τις
αρχές της δεκαετίας του ’90 μέσω της τηλεόρασης και των lifestyle
περιοδικών, αλλά κυρίως μέσα από τα καινούρια εργασιακά ήθη και τα
πρότυπα που υιοθετήθηκαν και διαδόθηκαν με την ανοχή μας. Απλώς σε
συνθήκες ευφορίας δεν φαινόταν και τόσο πολύ, δεν σε πολυπείραζε να σου
πάρει ο άλλος με πονηριά τη σειρά στην ουρά, στο βαθμό που θα έφτανες κι
εσύ κάποια στιγμή στο ταμείο να εισπράξεις. Υπήρχαν λεφτά για όλους, ή,
τέλος πάντων για τους περισσότερους, κι αυτό δημιουργούσε μια επίπλαστη
αίσθηση συλλογικότητας, που μπορεί να μην ήταν και τόσο συλλογικότητα
αλλά δεν σε πείραζε, ή δεν αντιλαμβανόσουν καν το επίπλαστο του
πράγματος, μια και υπήρχε μια μερίδα φαΐ για τον καθένα – έστω και
ανισομερής.
Υφίσταται όμως και μια αισιόδοξη πλευρά σε όλη αυτή την εικόνα: Η μεγάλη
πλειοψηφία όσων θέλουν την επιστροφή στο 2009 ανήκει στις κατηγορίες
του πληθυσμού που έχουν πληγεί λιγότερο από την κρίση. Ακούγεται
αντιφατικό αυτό – θα περίμενε κανείς να λιγουρεύονται το λαμπρό, αν και
επίπλαστο, παρελθόν όσοι απ’ τα ψηλά έπεσαν στα χαμηλά, όσοι
γκρεμίστηκαν μέσα σε μήνες ή μέσα σε λίγα χρόνια και βρέθηκαν ξαφνικά
στην ανάγκη.
Καλώς ή κακώς, όμως, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ο άνεργος καταλαβαίνει
πολύ καλύτερα τις αιτίες (γιατί τις ζει στο πετσί του), από εκείνον που
υπέστη απλώς κάποιες περικοπές στο μισθό του ή από τον άλλον που
ξενοικιάστηκε ένα από τα ακίνητά του, που του χρωστάνε μερικά νοίκια ή
αναγκάστηκε να τα μειώσει.
Το σοκ έχει βοηθήσει τον άνεργο, τον επισφαλώς ή τον απλήρωτο
εργαζόμενο, τον αγρότη που δεν έχει πού να πουλήσει τα προϊόντα του, τον
μαγαζάτορα που η κρίση και οι μεγάλες αλυσίδες και τα Mall σάρωσαν την
επιχείρησή του, να σκεφτεί τη ζωή του, τη ζωή μας, απ’ την αρχή. Κι
όποτε καταφέρνει να παραμερίσει τις προσωπικές ενοχές για τις δικές του
αποφάσεις που τάχα τον έφεραν στη σημερινή κατάντια, διακρίνει πολύ πιο
καθαρά το αδιέξοδο των παλιών πολιτικών αλλά και τη ματαιότητα των
σημερινών. Πάνω απ’ όλα καταλαβαίνει ότι αυτές οι σημερινές πολιτικές
δεν είναι παρά συνέχεια των παλιών, ότι δεν είναι πολιτικές διάσωσης της
οικονομίας και της χώρας, είναι πολιτικές επιβίωσης των δυνάμεων
εξουσίας που έφεραν τα πράγματα ως εδώ.
Αυτή νομίζω πως είναι και η αφετηρία για τη δημιουργία του καινούριου
μπλοκ που διεκδικεί την εξουσία στην ελληνική κοινωνία και θα ανατρέψει
τις αδιέξοδες πολιτικές. Ένα μπλοκ που ξεκινάει από όσους δεν έχουν πια
τίποτα να χάσουν, απ’ αυτούς που βλέπουν τα όνειρά τους να γκρεμίζονται,
εκείνους που θέλουν να προστατέψουν από τη λαίλαπα τα παιδιά τους, αλλά
καταλαβαίνουν πως δεν το μπορούν. Δεν το μπορούν όσο οι δομές της
εξουσίας παραμένουν οι ίδιες, όσο τα βάρη πέφτουν στο ίδιο πάντα κομμάτι
της κοινωνίας και κάποιοι εξακολουθούν να ευημερούν -σχετικά έστω-,
διατηρώντας ζηλότυπα το δικαίωμα (κληρονομικώ ή ταξικώ δικαίω) να
διαφεντεύουν τις τύχες μιας χώρας που λεηλάτησαν, μιας κοινωνίας που
εκείνοι ποτέ δεν πίστεψαν στις δημιουργικές της δυνάμεις και γι’ αυτό η
μόνη τους έγνοια ήταν πώς να την υποθηκεύσουν για χάρη μιας πρόσκαιρης
ρευστότητας.
Τώρα, η μόνη ρευστότητα που απέμεινε είναι η ρευστότητα των εξελίξεων.
Αυτό το κλίμα της αβεβαιότητας για το αύριο, η ομίχλη που σκεπάζει τους
ορίζοντες, ο καταιγισμός αρνητικών γεγονότων που στροβιλίζει την
κοινωνία συνεχώς προς το χειρότερο. Χτες η Ελλάδα, σήμερα η Κύπρος,
αύριο η Ιταλία, όλες αυτές οι «μεμονωμένες» περιπτώσεις αποτυχίας, που
ενοχοποιούνται ως μεμονωμένες για να αποσιωπήσουν τη μεγάλη ιστορική
αποτυχία της Ευρώπης και του καπιταλιστικού συστήματος. Προχτές η
δημοσιονομική κρίση, χτες το σπιράλ της ύφεσης, σήμερα ο εξοντωτικός
οικονομικός πόλεμος και αύριο… Αύριο, η πιθανότητα ενός αληθινού
πολέμου.
Σ’ αυτή τη ρευστότητα καλούμαστε να βάλουμε τέλος. Όμως, αυτό δεν
μπορούν να το πετύχουν οι παλιές ελίτ, αλλά ούτε και όσοι φαντασιώνονται
επιστροφές στα παλιά μεγαλεία. Είναι αργά πια γι’ αυτούς. Η εξίσωσή
τους δεν βγαίνει, τα νούμερά τους είναι απατηλά, τα σενάριά τους έχουν
πάντα αρνητικό πρόσημο. Είναι απλό: Εκείνοι είναι που χρεοκόπησαν,
ασχέτως αν έχουν ακόμα τη δύναμη (αλλά ως πότε θα τη διατηρούν;) να
μετακυλίουν τη χασούρα σε μας. Να, όπως εμείς μετακυλίσαμε με το PSI ένα
μέρος της δικής μας χασούρας στην Κύπρο και μετά κλαίγαμε για τη
συμφορά που τους βρήκε – ένα τέτοιο πράμα.
Αυτό μπορεί να το πετύχει μονάχα ένα νέο μπλοκ εξουσίας στο οποίο θα
ηγεμονεύσουν όσοι δεν έχουν να χάσουν πολλά και, κυρίως, εκείνοι που δεν
έχουν να χάσουν πια τίποτα. Όσοι θέλουν να υπάρξουν στον τόπο δουλειές.
Όσοι πραγματικά θέλουν μια Ελλάδα που θα αποφασίσει ν’ αρχίσει πάλι από
την αρχή να παράγει πλούτο, βασισμένη στα συγκριτικά της πλεονεκτήματα
και όχι σε ρόλους μεταπράτη ξένων προϊόντων, υπηρεσιών και αξιών. Μια
Ελλάδα ευρωπαϊκή μεν αλλά όχι όμηρο των Ευρωπαίων, ανοιχτή στον κόσμο
αλλά όχι ξέφραγο αμπέλι, κοσμοπολίτικη αλλά όχι μιμητική. Μια Ελλάδα
φτωχή αλλά δημιουργική, που θα βάλει και πάλι πάνω- πάνω στις
προτεραιότητές της το μέτρο, τη φύση, το κοινωνικό κράτος, την αγροτική
παραγωγή, τον ήπιο τουρισμό, τη φιλοξενία. Μια Ελλάδα που θα υπερβεί τις
δομικές υστερήσεις της και θα συναντηθεί με την καινοτομία, με τη
συνεργατικότητα και την παιδεία. Μια Ελλάδα που θα αναγνωρίσει και θα
εξοβελίσει τα ελαττώματά της, τις πελατειακές σχέσεις, τον μεταπρατισμό,
τον εγωκεντρισμό, την εσωστρέφεια, την πατριδοκαπηλία και τον
ατομικισμό.
Μια Ελλάδα, τέλος, που θα αποφασίσει συνειδητά ότι δεν θέλει πια να ζει
με τα ψέματα και με ανεδαφικά οράματα. Ούτε με τη δόξα του παρελθόντος,
ούτε με κοιτάσματα πετρελαίου που θα έλυναν τάχα, ως διά μαγείας, το
πρόβλημα, ή με άλλες βολικές λύσεις του τύπου «Τράπεζα της Ανατολής».
Ούτε πάντως με πολιτικές υποσχέσεις που δεν πατούν στα πραγματικά
δεδομένα αλλά στο ευκταίο και το φαντασιακό, μονάχα προς άγραν
πρόσκαιρων ψήφων και εντυπώσεων, για να κερδηθεί τάχα χρόνος ή απλώς
επειδή ο λαός δεν αντέχει ν’ ακούσει την αλήθεια και προτιμάει να
αποκοιμιέται μέσα σε ψεύτικα σενάρια ευφορίας.
Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Ξέρω ότι θα περάσουμε δύσκολα. Ξέρω ότι στο
δρόμο αυτόν θα χρειαστεί να αναμετρηθούμε με οργανωμένα συμφέροντα, με
αυταπάτες, με λαϊκιστικές υποσχέσεις και ψευδοοράματα, με τον
πτωχοπροδρομισμό και με θεωρίες συνωμοσίας – με όλ’ αυτά τα συμπτώματα
της υπανάπτυξης που μας κρατούν καθηλωμένους δεκαετίες τώρα, που
διαιρούσαν το λαό και επέτρεπαν σε μια μικρή αλλά ισχυρή ελίτ να
καθορίζει τις τύχες της χώρας προσδεδεμένη σε ξένα άρματα, με το μυαλό
πάντα στο κέρδος και σε μια ανάπτυξη στρεβλή, μυωπική και ανάπηρη.
Κι επειδή σ’ αυτή την πορεία το μεγαλύτερο μερίδιο θα πέσει στην
Αριστερά, ξέρω ότι ενδέχεται επίσης να αναμετρηθούμε με ιδεολογήματα, με
δογματισμούς και με συλλογικές εμμονές, με κολλήματα και προπατορικά
τραύματα.
Αυτό που λέγεται συχνά εκ του πονηρού, ότι η κρίση μπορεί να γίνει
ευκαιρία, ίσως και να ισχύει. Όχι όπως το εννοούν εκείνοι που συνήθως το
λένε, κουνώντας επιτιμητικά το δάχτυλο, αλλά όπως θα το εννοήσουν -και
θα το επιβάλουν-, εφόσον βγουν από τα λαγούμια όπου τους έχει κλείσει η
κοινωνική απομόνωση και η ηττοπάθεια, εκείνοι που δεν είχαν ως τώρα
μιλιά να μιλήσουν. Ή, ακόμα κι αν είχαν, απλώς συλλάβιζαν τους φθόγγους
και τη γραμματική των άλλων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστώ το φίλο μου το Ναπολέοντα για τις ορθογραφικές
διορθώσεις. Δεν μου συμβαίνει συχνά. Αλλά ο παραληρηματικός λόγος
βλάπτει, φαίνεται, την ορθογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου