Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Ένα γράμμα…

Tο γράμμα αυτό θα μπορούσε ν’ ανήκει σ’ εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Σ’ εσένα...

 Ίσως και να μην θυμάσαι καν το όνομά μου, έχουν περάσει πολλά χρόνια φίλε … 27 για την ακρίβεια.
Θυμάμαι, την τελευταία χρονιά … τον Ιούνιο του ’86, όταν τα είπαμε για λίγο, για τελευταία φόρα, από κοντά (πού να το ξέραμε ; ). Πώς έγραψες στις Πανελλήνιες, περνάς πουθενά, τι θα κάνεις … ;
Κι έπειτα … μας «ρούφηξε» η ζωή. Σπουδές, φοιτητική ζωή, το άγχος των εξεταστικών, η ορκωμοσία κι έπειτα τα βιογραφικά, οι συνεντεύξεις, τα πήγαιν’ έλα για δουλειά από εταιρία σ’ εταιρία. Τα κατάφερα όμως Γιώργο. Καλή δουλειά, στο αντικείμενό μου, σε μια υγιέστατη επιχείρηση και με πολύ καλό μισθό. Μακριά από την πόλη μας όμως, στην Αθήνα, εκεί που σπούδασα, μακριά κι από τη μάνα μου (τον πατέρα μου -θυμάσαι ; – τον είχα χάσει στα 17), αλλά … δε βαριέσαι (σκέφτηκα) θα την επισκεπτόμουν συχνά. Παντρεύτηκα στα 35, πριν 10 χρόνια, με μια υπέροχη κοπέλα, (ο έρωτας της ζωής μου), λογίστρια σε μια εταιρία που επισκεπτόμουν τακτικά για τις ανάγκες της δουλειάς μου. Τα παιδιά, δεν άργησαν να έρθουν. Δίδυμα τα πρώτα, κοριτσάκια, κοντεύουν τα 10 τώρα, κι ο «δεύτερος άντρας» της οικογένειας, πριν 6 χρόνια, που ήρθε αναπάντεχα αλλά συμπλήρωσε την απόλυτη ευτυχία που ζούσα.
Και όπως ήταν λογικό, με τις ανάγκες της οικογένειας να μεγαλώνουν, αλλά και με 2 καλούς μισθούς στο σπίτι, πριν 5 χρόνια (το 2009 ) αποφασίσαμε με την Αγγελική (έτσι λένε τη γυναίκα μου), να αγοράσουμε ένα τριάρι στην Αγ. Παρασκευή. Με στεγαστικό δάνειο φυσικά, πού να βρεθούν τα μετρητά ! Έδωσα και το αυτοκινητάκι που είχα γιατί, όπως καταλαβαίνεις, δε μας χωρούσε πλέον, και πήρα ένα μεγαλύτερο, 2.000 κυβικά, από αυτά τα πολυμορφικά, μεταχειρισμένο. Να μας χωράει και να αντέχει σκέφτηκα και τα ταξίδια μέχρι την Καβάλα, να βλέπω τη μάνα μου, να βλέπει τα εγγόνια της, να χαρεί λιγάκι (έπρεπε να την έβλεπες πώς φωτιζόταν το πρόσωπό της ρε φίλε, όταν άνοιγε την αγκαλιά της να μας υποδεχθεί τα καλοκαίρια που ανεβαίναμε για διακοπές).
Μη σε κουράζω όμως ρε Γιώργο. Πριν 2 χρόνια περίπου , το 2011, ήρθε η καταστροφή. Πρώτα η εταιρία που δούλευα, κήρυξε πτώχευση και μας απέλυσε όλους, 87 άτομα Γιώργο. Από τη μια στιγμή στην άλλη ! Υπερβολικός δανεισμός μάθαμε, αδυναμία εξυπηρέτησης χρέους, συσσωρευμένες υποχρεώσεις προς προμηθευτές κι άλλα τέτοια. Αντιδράσαμε. Όλοι. Τουλάχιστον τις αποζημιώσεις μας ! Τίποτε ! Προηγούνται το Δημόσιο, οι ασφαλιστικοί φορείς και οι τράπεζες. Έπειτα οι προμηθευτές, κι αν έμενε κάτι από την εκκαθάριση … εμείς. Μέχρι και σήμερα, δεν έχω πάρει ούτε ένα ευρώ !
Για λίγους μήνες τα βγάζαμε πέρα με το μισθό της Αγγελικής και το δικό μου επίδομα του ΟΑΕΔ. Κόψαμε τις εξόδους μας, κόψαμε τα μικροδωράκια στα παιδιά που τα έκαναν και γέμιζε το σπίτι χαμόγελα, κόψαμε τους καφέδες τα Σαββατοκύριακα στην παραλιακή, κλειστήκαμε μέσα. Που και που ερχόταν ένα φιλικό ζευγάρι τα βράδια για καμιά πίτσα στο μπαλκόνι, καμιά ταινία, μπιρίμπα, να περνά η ώρα, οι μέρες, να παίρνουμε θάρρος, ότι ζούμε.
Αρχές του 2012, η Αγγελική απολύθηκε. Μειώσεις προσωπικού για να ανταπεξέλθει η εταιρία της στα υπέρογκα έξοδα.
Μέχρι εκείνη την ημέρα, μπορούσα να στέκομαι ακόμη στα πόδια μου. Με το μισθό της, οι δόσεις για το σπίτι και το αυτοκίνητο έβγαιναν με  μεγάλη δυσκολία. Βοηθούσαν και λίγο τα πεθερικά και η μάνα μου αλλά … συνταξιούχοι όλοι τους, τους πετσόκοψαν κι αυτούς, πώς να έχουμε απαιτήσεις ;
Σήμερα φίλε είμαι απελπισμένος. Δεν μπορώ πλέον να πληρώσω τίποτε. Ούτε το στεγαστικό (το αυτοκίνητο ευτυχώς το έχω ξεπληρώσει με τη βοήθεια των πεθερικών μου), ούτε τα χαράτσια, ούτε τους φόρους (με «πιάνουν» λόγω … τεκμηρίων ! ), ούτε την ασφάλεια και τα τέλη κυκλοφορίας, ούτε φυσικά τον φόρο πολυτελείας που έμαθα ότι θα πληρώσω πάλι για το αυτοκίνητο. Η μάνα μου παίρνει τηλέφωνο και κλαίει, έχω να την δω κοντά 3 χρόνια, πώς ν΄ανέβω  στην Καβάλα ; Βενζίνες, διόδια … εδώ δεν έφθαναν για να φάμε, πόσο μάλλον τώρα που είμαστε και οι δύο άνεργοι.
Θα σκεφθείς «πού με θυμήθηκε τώρα αυτός ;». Δεν ξέρω Γιώργο. Ήθελα κάπου να τα πω. Κοιτάζω την Αγγελική και δεν μπορώ να καταλάβω αν αυτό που βλέπω στα μάτια της είναι αγάπη ή απαξίωση, λύπη ή ελπίδα, προσμονή ή εγκατάλειψη.
Της είχα υποσχεθεί μια υπέροχη ζωή. Όχι πείνα κι εξαθλίωση. Δεν ντρέπομαι να το πω ρε Γιώργο. Ναι, έρχονται μέρες που πεινάμε. Αγοράζουμε με ότι μας δίνουν τα πεθερικά μου, τα άκρως απαραίτητα για τα παιδιά, και δεν φτάνουν. Δεν φτάνουν Γιώργο. Κρύβομαι στην τουαλέτα και με πόνο κρατάω τη φωνή μου για να μην ουρλιάξω. Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και δεν αναγνωρίζω πλέον ίχνος αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Και ντρέπομαι, ντρέπομαι τη γυναίκα μου, ντρέπομαι τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους συγγενείς, όλους.
Σου γράφω για να ξεφύγω. Νιώθω στιγμές που τρελαίνομαι.
Μόνη λύση, να φύγω, να φύγουμε. Εξωτερικό. Δεν ξέρω πού. Τα κορίτσια μου (οι αγάπες μου) δεν θέλουν. Θα χάσουν τις φίλες τους στο σχολείο, ο μικρός βλέπει τις αδελφές του να κλαίνε και μπήγει κι αυτός τις φωνές, λες και γνωρίζει, λες και παίρνει δύναμη απ’ το δικό μου στήθος, που θέλει να κάνει ακριβώς το ίδιο … να βάλει τις φωνές !
Η γυναίκα μου … αδύναμη και άβουλη πλέον (ποιος να το περίμενε ; ), έχει αφεθεί στις αποφάσεις μου, «ότι πεις» μου λέει, και καταλαβαίνω το σπάσιμο της φωνής της όταν πνίγει το λυγμό.
Κι η μάνα μου ; Η μάνα μου ρε φίλε. Ποιος της το λέει ; Πώς θα την αφήσω εδώ, στην Ελλάδα, μόνη της ; Πώς θα το αντέξει ; Κι αν δεν ; Κι αν «φύγει» κι εμείς λείπουμε ; Μόνη της !!
Δεν ξέρω Γιώργο. Δεν έχω από πού να πιαστώ.
Κάθε μου γράμμα, στο παρελθόν, τελείωνε με ένα «α» … «υγεία».
Σήμερα, κάποια μέρα, φοβάμαι ότι θα τελειώσει μ’ ένα «ω» … «φεύγω».



netakias 


Δεν υπάρχουν σχόλια: