‘’Ο πάππος μου μου λεε μπως, όντεν ήκαμεν ο Θεός το γκόσμο, τη μπρώτη νημέρα εμάζωξε ντο φως που ‘τονε χυμένο απάνω στη ‘ης και το ‘βαλε σε δύο αβάθες και σε μπόλλικα σκουτέλλια. Οι δύο αβάθες είν’ ο νήλιος και το φεγγάρι κ’ είναι κολλημένες απάνω στο τραπέζι τ’ουρανού, και τα σκουτέλλια ‘ναι τ’άστρα. Πολλές βολές άμα χύσου ντ’ άστρα λέσιν πως ήσπασεν ένα σκουτέλλι του Θεού.’’
(αφήγηση Στοβακομαρθαίος)
‘’Στην αρχή, που ο Θεός ήκαμε ντο γκόσμο, το νερό τση θάλασσας ήτονε γλυκό, σα ντο νερό των μπηαδιώ, μ’ από τότες που πόμεινεν όλο στο ίδιο μέρος χωρίς να κουνιέται καθόλου, αρμύρισε και δε μπίνεται. Τα νερά τση ‘ης πο’ ρχουνταιν α τη θάλασσα είναι γλυκά, ιατί πορπατούσι γκαι δε...
στέκουσιν όλο στον ίδιο ντόπο. Μα κ’ οι άθρωποι που κάθουνται και δε μπορπατούσι βρωμίζουσι γκαι τσι τρων οι σκύλοι, λέει και μια μπαλαιά κουβέντα: όπου πορπατεί μυρίζει, κι όπου κάθεται βρωμίζει ‘’ .
(αφήγηση Στοβακομαρθαίος)
‘’Λέσει μπως, όντεν ήκαμε ο Θεός το γκόσμο, τη μπρώτη νημέρα ήχυσεν όλο ντο φως απάνω στη μπλάση σα μποταμό, μα ύστερνά, όντεν είδε μπως ετσά πάει χαμένο το νεμάζωξε γκαι το βαλε σε δύο αποδοχάρες και σε μικρά μικρά σκουτέλλια. Οι αποδοχάρες είναι ο νήλιος και ο φέγγαρος και τα σκουτελλάκια ‘ναι τα’αστρα τα’ουρανού.’’
(αφήγηση Χαστεκοϊάννης)
Οι παραπάνω αφηγήσεις έχουν δημοσιευθεί στο περιοδικό ΝΑΞΙΑΚΑ
Αντιγραφή επιμέλεια Ελένη Ι. Σοϊλέ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου