Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

...κι οι ξενικοί ερχινήξανε νάρχουνταινε επά στη Νάξο

Ετούτες τσι μέρες που καοκαιρεύγει ερχινήξανε νάρχουνταινε επά κι οι ξενικοί που τσι περιμένομενε πως και πως. Εφέτι θαρρώ πως θ άρθουνε καμπόσοι ιατί από του απάνω κάνει ζέστη κι επά έχει μπόλικες ντροσές. Πότε και λιό ξετονά και καμιά κούρσα και φέρνει καένα δύο τσι πιο βιαστικοί πούρχουνταινε πρώμια πρώμια ια να ξεπεράσουνε του Κληδόνου να μη συγκαούνε.
Μακάρι νάρχουντανε τωραϊα καμπόσοι ια να μας σε συνεπάρουνε και στο θέρος και να ξετελεύγωμε ερά ερά. Μα δε βαριέσαι, ευτοί είναι καομαθημένοι, εξεχάσανε δα ετότες που πααινόρχουντανε κι ενοίανε τσι ογγοί ια να ποτίσουνε τσι πατάτες ντόνε. Εμείς επά ιατί που λες τσι περιμένουμε κάθα βράδυ, ιατί όλοι μας έχομενε κι από μερικούς εδικούς μας στη ξενηθειά και... χαιρούμαστενε άμα μαθαίνουμενε καά χαμπάρια.
Κάθα βράδυ σεργιανίζουνε τα κοπεουδοκόπεα τσ’ αμαξωτοί και περιμένουνε μπας και φανεί καμιά κούρσα στ’ Ανέφαμα. Κι άμα φανεί καμιά ακούς ένα ποδοβολητό μες στα σοκάκια. όλοι πααίνουνε να δούνε τσι ξενικοί. Και εμώζουνε τα δώματα α τσι υναίκες και χτυπά η καρδιά ντωνε άμα περιμένουνε καένα ξενικό. Και μόλις έρθουνε ακούς τα καοσωρίσματα, θωρείς τ’ αποδοσίδια κι αρωτούνε όλοι ια τσ’ εδικοί ντωνε.
Κι οι καμένες οι μανάδες χαίρουνταινε άμα ρθούνε τα παιδιά ντωνε, μα σκέφτουνταινε πως θα φύουνε πάλι κι απού μέσα ντωνε μετρούνε τσι μέρες κι όσο λιοστεύγουνε τόσο πααίνουνε τα μάθια ντωνς σα ντη βρύση και βλαστημούνε στα τέσσερα καντούνια τση ξενιθειάς που δε ντσ’ αφήνει να χαίρουνταινε.
Έρχουνταινε ιατί που λες και κάτι κοπεουδάρες ίσα με κει απάνω και φορούνε κάτι φουστάνια πούναι μιαν απιθαμη, μα δεν ηξέρω ετσά που τα λένε, μα είναι σαν να μη φορούνε τίοτα. Και τσι θωρείς και πααίνουνε στα βιολιά ια βόσκα και μαζώνουνταινε τα κοπέλια και τα’ αξανοίουνε καά καά μα κείνες δε ντωνε δώνουνε σημασία. Βάνουνε τα καμένα τα κοπέλια τη γκυριακή, τα καά ντωνε, συυρίζουνταινε, σάζουνε τη χωρίστρα ντωνε με το διαλιστή και πααίνουνε στα βιολιά, μα δε βαριέσαι, ευτές κάνουνε πως δε θένε. Έρχουνταινε ιατί που λες και φέρνουνε επά και τη μόδα και ξεμυαλίζουνε και τσ’ εδικές μας κοπεούδες και δεν ηξέρομενε ίντα να τσι κάωμενε...

Δεν ηξέρω αν είναι ετσά που τα λέω μα θαρρώ πως και τα λέω.



Αυτά λέει ο Νιολός ο Κωμιακίτης στην εφημερίδα ΚΟΡΩΝΙΣ τον Ιούνιο του 1973 για τους ξενικούς (ξενικοί = έτσι έλεγαν στα χωριά της Ορεινής Νάξου όσους ερχόταν στο χωριό για διακοπές και καταγώταν από αυτό, ενώ αν δε καταγώταν από το χωριό τους έλεγαν ξενομπασάριδες).




1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Βασιλακη ειπα παενε ια τα ζα.....