Όχι μόνο «άδικο» αλλά και «μη λογικό» είχε χαρακτηρίσει ο Βενιζέλος το μέτρος της αύξησης του ΦΠΑ σε 23% στην εστίαση. Το είπε τυχαία, το είπε για να καλοπιάσει τους δοκιμαζόμενους οικειοποιούμενος την αντίληψή τους για το μέτρο, ήταν μια αυθόρμητη εκδήλωση της συναίσθησης επί του αδειξόδου που δέχτηκαν να δημιουργήσουν;
Το σίγουρο είναι ότι και αυτό το μέτρο μοιάζει εντελώς «μη λογικό» όπως όλη η...
πολιτική που ξετυλίγεται στη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια, του περιορισμού της ρευστότητας - και ιδιαίτερα στα χαμηλά της κοινωνίας - τη στιγμή που αναζητούνται φορολογικά έσοδα. Οι μαγαζάτορες φοβούνται ότι θα βάλουν λουκέτο, οι πελάτες ετοιμάζονται να ... περιοριστούν στα απολύτως απαραίτητα. Τέρμα το φαγητό έξω, τέρμα οι καφέδες, τέρμα τα ποτά (για τα τσιγάρα δεν το συζητώ, ήδη από λαστ γίαρ). Ποια έσοδα λοιπόν;
πολιτική που ξετυλίγεται στη χώρα τα τελευταία δύο χρόνια, του περιορισμού της ρευστότητας - και ιδιαίτερα στα χαμηλά της κοινωνίας - τη στιγμή που αναζητούνται φορολογικά έσοδα. Οι μαγαζάτορες φοβούνται ότι θα βάλουν λουκέτο, οι πελάτες ετοιμάζονται να ... περιοριστούν στα απολύτως απαραίτητα. Τέρμα το φαγητό έξω, τέρμα οι καφέδες, τέρμα τα ποτά (για τα τσιγάρα δεν το συζητώ, ήδη από λαστ γίαρ). Ποια έσοδα λοιπόν;
Είναι επομένως ο στόχος πραγματικά τα έσοδα; Ή μήπως στη λογική της έξωθεν (και όχι από το επιτελείο του Γιωργάκη βέβαια – ως γνωστόν η χώρα κάνει εισαγωγές και στην πολιτική) επεξεργασμένης πολιτικής του σοκ πρόκειται για κάτι άλλο; Μια απόπειρα απομάκρυνσης της κοινωνίας από τη δημόσια σφαίρα; ‘Εναν υπαινιγμό (επιβεβλημένης) επιστροφής στο λάιφ στάιλ του ταπεινού και καταφρονεμένου, ένα χτύπημα στη μεσογειακή εξωστρέφεια και κοινωνικότητα που σε επίπεδο οικονομίας αποτυπώνεται και στους χιλιάδες χώρους εστίασης κάθε λογής; Μήπως πρέπει να υπάρξει μια τακτική που θα λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία και θα εδραιώσει ακόμη περισσότερο στην κοινωνία μια στερεοτυπική αντίληψη για τον εαυτό της αυτή του τεμπέλη νότιου που δεν δούλεψε, έφαγε από τα έτοιμα (μαζί με τον Πάγκαλο, να μην ξεχνιόμαστε) και τώρα πρέπει όχι μόνο να πληρώσει τους δανειστές της αλλά και να τιμωρηθεί παραδειγματικά για τον πρότερο «έκλυτο» βίο της;
Μήπως μας λένε «τέρμα τ’αστεία, όσο παίξατε παίξατε, πάτε σπίτια σας να κάνουμε τη δουλειά μας»; Μήπως ο καθένας πρέπει να περιφέρει τη διογκωνόμενη μιζέρια του μόνο σπίτι του, μακριά από τη μιζέρια των άλλων, ώστε να νομίζει ότι η κατάστασή του είναι αποκλειστικά δική του ευθύνη; Μήπως δεν πρέπει να συζητά, να ξεσηκώνει και να ξεσηκώνεται;
Μπορεί τίποτε απ’ όλα αυτά να μην συμβαίνει. Μπορεί όμως και να συμβαίνει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου