«Στο Αιγαίο, ακόμη και τα κύματα μιλούν Ελληνικά»...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Όλα ήταν έτοιμα. Μια στεριά και μια θάλασσα είχαν φτιάξει μια όμορφη πατρίδα. Έδεσαν αρμονικά με πληθωρική επαφή. Χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής, αναρίθμητοι κόλποι, με αφρούς και φλοίσβους κι ατέλειωτες χερσόνησοι με πεύκο κι ευωδιά.
Από καιρό σε καιρό ανατρίχιαζε το πέλαγος ανεπαίσθητα από ανάλαφρους πολιτισμούς, που δημιουργούσαν λεπτουργήματα κάπου εκεί στις Κυκλάδες, στην Κρήτη.
Ήταν όμως προανάκρουσμα για τις μεγάλες Ώρες της ανθρωπότητας.
Με το σίδερο στο χέρι, αλαφιασμένο μάτι και καρδιά ακατέργαστη, πλήθη ασύντακτα διαβαίνουν βουνά, πεδιάδες και κοιλάδες.
Κι εκεί που τέλειωνε η στεριά την είδαν…
Ήταν απέραντη, βαθιά κι ανήσυχη. Ήταν η θάλασσα. Και ρίχτηκαν στην απεραντοσύνη της.
Αυτή τη μεγάλη στιγμή γεννήθηκαν οι Έλληνες.
Έγινε η χώρα τους μια ατέλειωτη αποβάθρα που ξεπροβόδιζε ακατάπαυστα τους ανιχνευτές του αγνώστου. Το ταξίδι θα κρατήσει πολύ. Το μάτι θα περπατήσει αχόρταγα στα μάκρη του ορίζοντα.
Η φαντασία θα βρει ευκαιρία να τρέξει στους Κύκλωπες και τις Σειρήνες.
Αλλά το υγρό στοιχείο είναι απρόβλεπτο. Θα χρειαστεί να τυφλώσουμε τον Κύκλωπα και να κλείσουμε τα αφτιά μας στις Σειρήνες.
Και το καράβι άραξε στην Ιωνία. Η ακτή χαμογέλασε με θεσπέσιο χαμόγελο. Η Σαπφώ απέναντι τραγούδησε. Ο Όμηρος έψαλλε τον ύμνο στον άνθρωπο.
Και το πέλαγος ανατρίχιασε από ευτυχία.
Λαοί ολόγυρα από την Ελλάδα βλέπουν τον Έλληνα ευνοούμενο των θεών και…
Ο Ξέρξης ήρθε. Αλλά η θάλασσα που έθρεψε τα όνειρά του, η ίδια θάλασσα τα έθαψε στα βάθη της. Μας άφησε δόξα πολλή κι έφυγε. Τη δόξα η θάλασσα -η μάνα της Δημοκρατίας κατά το Θεμιστοκλή- τη μοίραζε στις πόλεις της Ελλάδας. Κι ευνοούσε την Κόρινθο ή τη Χαλκίδα, την Αθήνα ή και τη Σπάρτη.
Ως που ήρθε ο καταλυτής των συνόρων. Έσυρε την Μακεδονία στις Ινδίες και κατέβασε την Αθήνα στην Αλεξάνδρεια. Όσα κύματα, τόσες γλώσσες και φυλές αρμενίζουν. Κι ενώ πρώτα η χρυσελεφάντινη Αθηνά ακτινοβολούσε στο Αιγαίο, τώρα οι ποικιλόχρωμοι ναύτες αναζητούν τον Αλεξανδρινό φάρο και τρέμουν το συναπάντημα της Γοργόνας.
Από τη Δύση ξεκινημένα γι’ αυτό και καθυστερημένα φτάνουν καινούρια κύματα για να αλλάξουν τη ζωή μας. Φέρνουν, τώρα, εχθρούς από τη Ρώμη. Εχθρούς κατακτητές. Θα μας φέρουν αργότερα γαλέρες από τη Βενετιά και ρίμες και σονέτα. Η θάλασσα χαράσσει την Ιστορία μας.
Να, τώρα, χωρίς η Ρώμη να το πάρει είδηση, πολλά καράβια, ατέλειωτη σειρά από καράβια, ανεβαίνουν προς το Βορρά και η Αλεξάνδρεια μαραίνεται. Ελίσσονται στον Ελλήσποντο και ξεφορτώνουν χρυσάφι άφθονο στα πόδια του Χριστού και του Αυτοκράτορα. Δισκοπότηρα και πολυέλαιοι, θρόνοι και στέμματα ακτινοβολούν στα πέρατα του κόσμου και υμνούν τη Βασιλεύουσα. Χίλια χρόνια κράτησε ο ύμνος. Ακούραστη η θάλασσα συσσώρευε το χρυσάφι και έπνιγε τους εχθρούς. Γι’ αυτό, όταν στα απύθμενα βάθη της βρέθηκε η Αγία Τράπεζα, που αιώνες στήριξε την πίστη της οικουμένης, η θάλασσα έγινε εκδικητής. Ξέβρασε από τα σπλάχνα της τους πειρατές κι έπεσαν πάνω στα παιδιά της. Κι αυτά, άμοιρα νησάκια του Αιγαίου, μάζεψαν τη μικρή τους ψυχή όσο πιο μακριά μπορούσαν από την ακτή, την πέτρωσαν με κάστρα και περίμεναν.
Αιώνες κράτησε ο ιερός θυμός. Όταν ξεθύμανε όμως, ανέλαβε πάλι τη βαριά ευθύνη να συνδράμει τη φτωχή στεριά, το λεπτόγειο του Ηρόδοτου. Έτρεξε στη Δύση, πήρε πίσω τα μυστικά της αναγεννώμενης ανθρωπότητας και τα απόθεσε στις ακτές του μεγάλου υπόδουλου. Με τη ψυχή του Πατριάρχη έπλασε το Μιαούλη, τον Κανάρη, τη Μπουμπουλίνα. Θρήνησε στη Χίο, προσκύνησε στα Ψαρά. Ήταν καιρός να δικαιωθεί.
Επάνω της αρμένισαν τα έγια-μόλα του Κάλβου.
Από το πέλαγο χωρίς να το σουφρώνει αναδύθηκε η φεγγαροντυμένη του Σολωμού.
Και μέσα «στη θάλασσα αυτή την πικρή και την ήρεμη, τη θάλασσα αυτή την πλατιά και μεγάλη» καταστάλαξε η πίκρα του Παλαμά.
Και για τον Ελύτη «στα ανοιχτά του πέλαγου μισανοίξανε τα μεγάλα μάτια της».
Ώρες κουβέντιασε με τη θάλασσα ο Ρίτσος και ο Σεφέρης τα παραμύθια τα ΄μαθε κοντά στην Αργώ.
Πράγματι η θάλασσα είναι για την Ελλάδα μια μεγάλη Μητέρα δίπλα στη θεά Δήμητρα. Σίγουρα η ακριβή μας θεά, η θεά της Ομορφιάς που κοσμεί τα μουσεία του κόσμου, η θεά Αφροδίτη, η Κύπριδα, από τα κύματα αναδύθηκε.
Χρονογράφημα της Αλίκης Αλεξίου
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου