Ο χειμώνας που τελείωσε πριν από μερικές ημέρες στη Γαύδο δεν ήταν βαρύς ακόμη και για τα δεδομένα ενός τόπου, όπου ο χειμώνας δεν είναι ποτέ ιδιαίτερα βαρύς. Τις περισσότερες μέρες δεν έβρεξε καθόλου και εκείνες που έβρεξε το νερό δεν ήταν αρκετό ωστε να μη χρειαστεί να ανησυχήσουν οι κάτοικοι για το αν η ξηρασία θα κάνει τη ζωή τους πιο δύσκολη τους καλοκαιρινούς μήνες – που στη Γαύδο είναι οι περισσότεροι μήνες του χρόνου, περισσότεροι από...
οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ελλάδας, περισσότεροι από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης.
Ήταν όμως αρκετό για να επηρεάσει τη μορφολογία του εδάφους, τουλάχιστον σε εκείνα τα σημεία του νησιού που όσοι κατοικούν μόνιμα σε αυτό, δεν έχουν κανέναν ιδιαίτερο λόγο να επισκεφτούν το χειμώνα, όπως είναι ένα δύσβατο μονοπάτι που σε οδηγεί σε μία απομακρυσμένη παραλία, γιατί ο μόνος λόγος για να επισκεφτείς ένα δύσβατο μονοπάτι που σε οδηγεί σε μία απομακρυσμένη παραλία είναι για να βουτήξεις στη θάλασσα και αν τέλος πάντων κάποιος στη Γαύδο αποφασίσει να βουτήξει στη θάλασσα ακόμη και το χειμώνα, θα το κάνει από μία παραλία στην οποία μπορεί να φτάσει γρήγορα με το αυτοκίνητο και όχι από μία παραλία στην οποία για να φτάσει, θα πρέπει να έχει οδηγήσει έστω και λίγα χιλιόμετρα και μετά να βαδίσει για μία ώρα προσέχοντας να μη σκοντάψει στις ρίζες των κέδρων που η βροχή θα έχει ξεγυμνώσει από το χώμα που τις έκρυβε και θα είναι όμοιες με μαρμαρωμένα πλοκάμια που υπήρχαν από πάντα, προσέχοντας να μην πατήσει τις πέτρες που φαίνονται ότι παρασύρθηκαν πρόσφατα στο σημείο που βρίσκονται τώρα και είναι πανέτοιμες με ένα απλό άγγιγμα να παρασυρθούν (και να παρασύρουν αυτόν που τις άγγιξε) σε κάποιο άλλο σημείο λίγο πιο πέρα, προσέχοντας να μην βγάλει το μάτι του από τα κλαδιά των πεύκων που νομίζεις ότι εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά σου ενώ στην πραγματικότητα είσαι εσύ που εμφανίζεσαι ξαφνικά μπροστά τους. Και να τα κάνει όλα αυτά ενώ θα σκέφτεται ότι μετά θα πρέπει να τα κάνει άλλη μία φορά, που θα είναι πιο δύσκολη, γιατί η ανάβαση είναι πιο δύσκολη ακόμη και από μία πολύ δύσκολη κατάβαση.
Το μονοπάτι τελειώνει στην αριστερή πλευρά της αγκάλης που οριοθετεί την παραλία της Τρυπητής, οπότε θέλοντας και μη το βλέμμα κατευθύνεται προς τα δεξιά, προς τα εκεί που απλώνεται η παραλία, που λίγο αφότου έχει τελειώσει ο χειμώνας και έχει ξεκινήσει η άνοιξη, είναι διαφορετική από την παραλία που θα δουν όσοι κατέβουν αυτό το μονοπάτι το καλοκαίρι, γιατί όλοι εκείνοι, τότε, δε θα δουν μία μικρή λίμνη που έχει δημιουργηθεί από τα κύματα που τον χειμώνα σηκώθηκαν αρκετά ψηλά και για αρκετές μέρες ώστε ο αέρας να μεταφέρει ξανά και ξανά και ξανά τις σταγόνες του αλμυρού νερού και να δημιουργήσει μία μικρή, σχεδόν ολοστρόγγυλη λιμνοθάλασσα με διάμετρο λίγων δεκάδων μέτρων, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα τέλος του σκούρου πράσινου της βλάστησης και την αρχή του σκούρου μπλε της θάλασσας, μία λίμνη με ημερομηνία λήξης, εκεί που σε λίγους μήνες από τώρα θα είναι στρωμένες πετσέτες και ψάθες πάνω στη στεγνή άμμο, στην άμμο που θα καίει.
Στο ακρωτήρι της Τρυπητής, το νοτιότερο ακρωτήρι της Ευρώπης.
Το βλέμμα κατευθύνεται προς τα δεξιά και ακολουθώντας την ακτογραμμή καταλήγει στο δεξιό φυσικό όριο της παραλίας, το ακρωτήρι της Τρυπητής και τότε θα ακολουθήσει εκούσια την κορυφογραμμή του βράχου προς τα αριστερά, προς τη θάλασσα, μέχρι να φτάσει εκεί που ο βράχος τελειώνει και τότε θα δεις ότι εκεί υπάρχει κάτι που δε θα έπρεπε να υπάρχει, όχι με την έννοια ότι είναι κακό που υπάρχει εκεί, αλλά με την έννοια ότι είναι κάτι που από τη φύση του τόπου δε θα έπρεπε να υπάρχει εκεί, αλλά περισσότερο και από αυτό (γιατί και ένας φάρος δε φυτρώνει σε ένα ακρωτήρι, κάποιος τον τοποθετεί εκεί) δε θα έπρεπε να υπάρχει εκεί και από τη φύση του ίδιου του αντικειμένου, γιατί μία καρέκλα, ναι, μια καρέκλα, ακόμη και αν κάποιος αποφάσιζε να την τοποθετήσει εκεί για τους δικούς του λόγους, δε θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ στη μύτη ενός ακρωτηρίου, θα την παράσερνε ο δυνατός αέρας, θα την έριχνε στη θάλασσα, θα χανόταν – αυτό σκέφτεσαι καθώς την πλησιάζεις μαγνητισμένος, περπατώντας πάνω στη νωπή άμμο, γιατί δεν έχεις κατανοήσει ακόμη κάτι πολύ σημαντικό.
Αυτό συνεχίζεις να σκέφτεσαι καθώς σκαρφαλώνεις τους απότομους βράχους και για λίγο τη χάνεις από τα μάτια σου. Αυτό σκέφτεσαι όταν φτάνεις στην κορυφή του βράχου. Και τότε σταματάς να το σκέφτεσαι, σταματάς για λίγο να σκέφτεσαι γενικώς, γιατί βλέπεις ξανά αυτή την καρέκλα, βλέπεις ότι δεν είναι μια κανονική καρέκλα, βλέπεις ότι είναι μια καρέκλα τρεις τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από του ανθρώπου, και όταν το συνειδητοποιείς αυτό, αρχίζεις να σκέφτεσαι ξανά και να την παρατηρείς, πελώρια μέσα στο αχανές περιβάλλον της, και τότε ακριβώς θα νιώσεις μία σχεδόν υπερβατική αίσθηση ιλίγγου, τόσο έντονη που θα αντιληφθείς τον εαυτό σου σαν ένα δοχείο που γεμίζει με κάτι, δεν ξέρω τι, κάτι που πάντως το νιώθεις να κυλάει μέσα σου και να φτάνει μέχρι τα ακροδάχτυλά σου. Κάτι που θα σε κάνει να αντιληφθείς τον εαυτό σου για πρώτη φορά τόσο κωμικά μικρό, έτσι όπως θα στέκεσαι και θα κοιτάζεις. Ενώ θα αναλογίζεσαι τι κοιτάζεις. Και πού στέκεσαι.
Η περιβόητη καρέκλα που κατασκεύασαν οι Ρώσοι επιστήμονες που κατοικούν στη Γαύδο τα τελευταία 17 χρόνια.
Τα πάντα σε αυτό το νησί έχουν να κάνουν με αυτό το «που». Με τη γεωγραφική του θέση. Η Γαύδος είναι το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας. Άρα είναι και το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Άρα και όλα όσα έχουν να κάνουν με τη Γαύδο έχουν αυτόν τον γεωγραφικό προσδιορισμό να τα ακολουθεί. Και να τους δίνει ένα σχεδόν τελεσίδικο χαρακτήρα.
Το πλοιάριο που σε μεταφέρει εκεί, είτε από τα Σφακιά είτε από την Παλαιόχωρα της Κρήτης, κάνει το νοτιότερο δρομολόγιο της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Το λιμάνι στο οποίο δένει, το μικρό λιμάνι της Γαύδου, είναι το νοτιότερο λιμάνι της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Ο φάρος της Γαύδου είναι ο νοτιότερος φάρος της Ελλάδας, άρα και της της Ευρώπης.
Το δημοτικό σχολείο της Γαύδου είναι το νοτιότερο δημοτικό σχολείο της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Η δασκάλα που κάνει μάθημα εκεί είναι η νοτιότερη δασκάλα της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης και οι μονάχα δύο μαθήτριες της είναι οι δύο νοτιότερες μαθήτριες της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Ο Gavdos FM 88.8, ο ραδιοφωνικός σταθμός της Γαύδου (όχι, δεν είναι ψέμα), είναι ο νοτιότερος σταθμός της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Οι κέδροι της Γαύδου, που τους συναντάς σε όλο το νησί μα η όψη τους σου προκαλεί περισσότερο δέος όταν τους συναντάς κοντά στη θάλασσα, στις παραλίες, και περισσότερο απ’ όλες τις παραλίες στον Άι Γιάννη, με τους σαχαρικούς αμμόλοφους, οι κέδροι για τους οποίους η Γαύδος εντάχθηκε ολόκληρη στις οικολογικές περιοχές του δικτύου Natura 2000, είναι οι νοτιότεροι κέδροι της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης.
Ενα τυπικό δείγμα ακατοίκητου, πλέον, οικισμού.
Τα χωριά της Γαύδου, που δεν είναι ακριβώς χωριά, αλλά περισσότερο μοιάζουν με «εγκατελλειμένους» οικισμούς μιας ελληνικής, νησιωτικής, κινηματογραφικής εκδοχής του Φαρ Ουέστ, κάποιοι περισσότερο και κάποιοι λιγότερο και κάποιοι απόλυτα (εκεί που κάποτε υπήρχαν σπίτια και τώρα υπάρχουν μόνο τα πέτρινα «κουφάρια» τους), είναι τα νοτιότερα χωριά της Ελλάδας, άρα και της Ευρώπης – ανάμεσά τους τα Βατσιανά, εκεί, κοντά στην Τρυπητή, που είναι το νοτιότερο χωριό της Γαύδου, άρα και της Ευρώπης, και σε αυτό ζει ένας βοσκός με τη γυναίκα του και τα δύο του παιδιά που δεν πηγαίνουν ακόμη σχολείο και οι τέσσερις τους είναι η νοτιότερη οικογένεια της Γαύδου, άρα και της Ευρώπης,
Τα πάντα, λοιπόν, έχουν να κάνουν με αυτόν τον γεωγραφικό προσδιορισμό που συχνά καταλήγει επιθετικός και όχι λόγω της συντακτικής του ιδιότητας σε μία πρόταση, αλλά γιατί πρόκειται για έναν ιδιότυπο τίτλο τιμής, για τον οποίο όμως όλοι εκεί πληρώνουν ένα τίμημα.
Μπορεί να είναι κάτι τόσο φαινομενικά αμελητέο όσο το να μην έχουν «έναν παραπάνω άνθρωπο να μιλήσουν», τουλάχιστον τους μήνες εκτός τουριστικής σεζόν. Μπορεί να είναι και κάτι τόσο σημαντικό ώστε ακόμη και αν υπάρχει στο νησί γιατρός (που φέτος δεν υπάρχει, γεγονός που αν διανύεις την τρίτη ηλικία σου και επισκευάζεις τη βάρκα σου και λίγη βενζίνη μπει κατά λάθος στο στόμα σου για να καταλήξει στο στομάχι σου, θα σε αναγκάσει να ταξιδέψεις σφαδάζοντας από τους πόνους μέχρι την Κρήτη, αν ο καιρός το επιτρέψει – και κανείς δε μπορεί να σου εγγυηθεί ότι θα το επιτρέψει, γιατί αν η ένταση του ανέμου ξεπεράσει τα 4 μποφόρ, η «παντόφλα» που συνδέει τη Γαύδο με τον «έξω κόσμο» μπορεί να πλεύσει μόνο αν φυσάει Βοριάς, οπότε και τα ψηλά βουνά της Κρήτης αποδυναμώνουν κάπως τα μποφόρια), ακόμη κι αν πάθεις καθώς δουλεύεις στο χωράφι σου ένα μικρό ατύχημα, αν σπάσεις το χέρι σου για παράδειγμα, θα πρέπει να περιμένεις το super puma. Και μπορεί να είναι και κάτι που όσο και να λέμε ότι δεν είναι σημαντικό με όρους καθημερινότητας, είναι ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα. Η αίσθηση της μη πατρίδας. Η αίσθηση ότι ο τόπος σου είναι γκρίζα ζώνη, έρμαιο ακόμη και γεωγραφικών διεκδικήσεων (έστω και χαμηλών τόνων) ή υποτιθέμενων επενδύσεων-μαμούθ που θα μετατρέψουν τη Γαύδο και τη Γαυδοπούλα σε σταθμό ανεφοδιασμού τάνκερ αλλά τάχαμου δε θα πλήξουν ανεπανόρθωτα το φυσικό τοπίο.
Η αίσθηση ότι δε μπορείς να περιμένεις τίποτα από κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό σου ή έστω τίποτα από κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό σου και όσους ακόμη ζουν εκεί που ζεις κι εσύ.
Η περίεργη ανθρωπογεωγραφία της Γαύδου
Οι κέδροι για τους οποίους η Γαύδος εντάχθηκε ολόκληρη στις οικολογικές περιοχές του δικτύου Natura 2000.
Κι όμως είναι όλα αυτά μαζί που δίνουν ένα άλλο ειδικό βάρος στην επιλογή κάποιου να μείνει στη Γαύδο. Την κάνουν να μοιάζει με κάτι παραπάνω από επιλογή. Την κάνουν να μοιάζει με στάση. Μία στάση ζωής που ξεκινά με μία αποφασιστική αναχώρηση, και που όταν καταλήγει στον προορισμό της, αποκτά σχεδόν ασκητικές διαστάσεις (παρόλο που το 3G πιάνει στα περισσότερα σημεία του νησιού…), για άλλους λιγότερο και για άλλους περισσότερο.
Και για τους σκηνίτες που φτάνουν στη Γαύδο κυνηγώντας τη δική τους εκδοχή της ουτοπικής Παραλίας του Ντάνι Μπόιλ και στήνουν τις καλύβες τους στις σκιές των κέδρων, τις «καβάτζες», όπως τις αποκαλούν ντόπιοι και μη, ανθρώπους σαν τον Nils από τη Στουτγκάρδη που δούλευε στη Mercedes και δοκίμαζε αμάξια αλλά τα τελευταία πέντε χρόνια μένει το χειμώνα σε μια «καβάτζα» στο Λαβρακά και τα καλοκαίρια που έρχονται οι τουρίστες μετακομίζει στο πιο απομακρυσμένο Λακούδι ή στον ακόμη πιο δυσπρόσιτο Ποταμό, ανθρώπους σαν τον τον Θέμη που πριν από ενάμιση χρόνο κατέβηκε από την Αλεξανδρούπολη στα Χανιά για να δουλέψει στα χωράφια με τις ελιές, αλλά ακόμη δεν έχει φύγει, γιατί ακόμη και η υγρασία του χειμώνα, κάτω στην παραλία, αντέχεται «αν βράσεις ένα τσάι και κρατήσεις την κούπα με τα δυο σου χέρια», ανθρώπους σαν την Αναστασία που σπούδαζε στο Παρίσι και ήρθε για ελεύθερο κάμπινγκ στη Γαύδο πέρυσι το καλοκαίρι, αποφάσισε όμως για τουλάχιστον ένα χρόνο να μη βγει ούτε μία φορά έξω από «το πιο σουρεάλ νησί του κόσμου, ένα μέρος που μπορεί να περπατάς και να δεις σε ένα χωράφι ένα παρατημένο αμάξι, πάνω σε αυτό μια τηλεόραση και από πάνω ένα κατσίκι να χοροπηδάει», και πλέον έχει υιοθετήσει ακόμη και την τοπική διάλεκτο, ανθρώπους σαν τον Μάρκο που έρχεται στο νησί δεκατρία χρόνια για πολλούς μήνες και τα τελευταία τρία από αυτά για όλους τους μήνες, ζώντας σε ένα τροχόσπιτο που το μετακινεί από παραλία σε παραλία.
Και για τους «κανονικούς» εσωτερικούς μετανάστες, ανθρώπους που κάπως, κάποτε η ζωή δεν τα έφερε έτσι όπως περίμεναν, που κάπως, κάποτε μπορεί να τους συνέβη κάτι τόσο οριακό όσο είναι ο χαμός ενός γιου, που τους έκανε να χάσουν τα πάντα, μέχρι τελικά να ξαναβρούν τα πατήματά τους εκεί που λίγοι άνθρωποι πατούν κάθε χρόνο.
Και για τους επαναπατρισθέντες Γαυδιώτες, που έφυγαν για να σπουδάσουν και για να δουλέψουν και αποφάσισαν να επιστρέψουν λίγο πριν τη μέση ηλικία γιατί έμειναν στην Αθήνα χωρίς δουλειά ή στην τρίτη ηλικία, γιατί αφού γύρισαν όλο τον κόσμο, αποφάσισαν να γυρίσουν στον τόπο που γεννήθηκαν για να κοιμούνται τα βράδια χωρίς να φοβούνται αν θα τους κλέψουν, μέχρι τελικά να «κοιμηθούν» ήσυχοι, όταν έρθει η ώρα τους.
Και ανάμεσα σε όλους αυτούς, μία ομάδα επτά Ρώσων επιστημόνων που μετοίκησαν στη Γαύδο το 1997 και μερικά χρόνια αργότερα κατασκεύασαν μία καρέκλα τρεις τάξεις μεγέθους μεγαλύτερη από αυτή του ανθρώπου, στο νοτιότερο σημείο του νοτιότερου σημείου της Ευρώπης, για να τη δουν τόσο οι ίδιοι όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού να γίνεται σύντομα ίσως η πιο εμβληματική ατραξιόν της Γαύδου. Και οι ίδιοι, όλοι τους μαζί, να γίνονται η πιο ιδιότυπη. Μία ατραξιόν για την οποία όλοι έχουν να πουν κάτι.
«Να πάτε, να τους βρείτε, αλλά μην πιστέψετε τίποτα από όσα σας πούνε. Μα καλά, τι δουλειά έχουν ένα μάτσο Ρώσοι επιστήμονες στη Γαύδο; Δεν ξέρουμε τι είναι. Μπορεί να ‘ναι σατανιστές και κατάσκοποι», μου είπε συνωμοτικά ένας από τους πρώτους ανθρώπους που συνάντησα στο νησί, σκουπίζοντας το πηγούνι της από τις λίγες σταγόνες της πρώτης, κερασμένης τσικουδιάς της ημέρας.
«Είναι καλοί άνθρωποι, μακάρι να ήταν όλοι άξιοι και προκομμένοι σαν κι αυτούς», μου είπε ο τελευταίος με τον οποίο μίλησα, πριν φύγω, τέσσερις μέρες μετά. Και ανάμεσά τους, όλες οι ενδιάμεσες αντιδράσεις και απόψεις, που περιστρέφονται γύρω από τον άξονα της ξένιας αποδοχής και αγγίζουν τα όρια της συγκρατημένης καχυποψίας.
Στο σπίτι τους έφτασα μία μέρα αφότου είχα καθίσει κι εγώ στην Καρέκλα, όπως όλοι όσοι φτάνουν μέχρι εκεί, στο ακρωτήρι της Τρυπητής, ώστε να έχω όλη την Αφρική πίσω από την πλάτη μου και να μπορώ να δω όλη την Ευρώπη μπροστά μου (γιατί για αυτό το λόγο οι Ρώσοι την κατασκεύασαν στο συγκεκριμένο σημείο και με τη συγκεκριμένη φορά), δηλαδή για να δω μπροστά μου απλώς ένα αχανές μπλέ σε δύο τόνους που ενώνονταν σε έναν, στη γραμμή του ορίζοντος.
Ο ξαπλωμένος στο χώμα σκύλος μόλις με είδε σηκώθηκε και άρχισε να με κοιτάζει επίμονα ενώ αναρωτιόμουν αν θα έπρεπε να φωνάξω κάτι για να καταλάβουν ότι είμαι εκεί ή αν θα έπρεπε απλώς να περιμένω μπροστά στην πόρτα της σίτας που οριοθετούσε το μικρό οικόπεδο. Δε γάβγιζε, απλώς με κοιτούσε, σαν να ήθελε να δει ποιος από τους δυο μας θα γυρίσει το βλέμμα του αλλού πρώτος, μέχρι που το γύρισα εγώ προς τα εκεί που οι Ρώσοι έχουν φτιάξει πάνω στο έδαφος μία βάση με μεγάλες πέτρες και πάνω σε αυτή ένα πράσινο κώνο από γυαλί. Μόνο όταν τον πλησίασα, στην άκρη του γκρεμού, κατάλαβα ότι είναι κατασκευασμένος από πράσινα γυάλινα μπουκάλια και μέχρι να καταλάβω ότι μάλλον χρησιμεύει για τη συσσώρευση των ακτίνων του ηλίου για να ζεσταίνουν το νερό, είχα ήδη δει το μικρό τελεφερίκ που η σκουριά του μαρτυρούσε παρατεταμένη ακινησία, ότι είχε περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που οι Ρώσοι το χρησιμοποίησαν για να κατέβουν από τα 200 περίπου μέτρα υψόμετρο, όπου είναι χτισμένο το σπίτι τους, στο επίπεδο της θάλασσας, στην απάτητη παραλία στο τέλος του γκρεμού, και μετά να ανέβουν πάλι επάνω.
Συλλέκτης ηλιακής ενέργειας, κατασκευασμένος από γυάλινα μπουκάλια κρασιού.
«Πρέπει να το φτιάξουμε αυτό», άκουσα σε σπαστά ελληνικά με ρωσική προφορά και όταν γύρισα, ένας από όσους μένουν σε αυτό το σπίτι μου είχε ήδη ανοίξει την πόρτα της σίτας και περίμενε να περάσω το ανύπαρκτο κατώφλι, για να την κλείσει αμέσως μετά και να διανύσει μαζί μου τα λίγα βήματα που μας χώριζαν από την ξύλινη πύλη του πέτρινου σπιτιού με ασυνήθιστα αργό ρυθμό, σαν να ήθελε να μου επιτρέψει να σκανάρω με τα μάτια μου το χώρο, να δω τα παρτέρια με τα φυτά, να δω τα φτυάρια και τα υπόλοιπα εργαλεία, να δω ένα τζιπ χωρίς πόρτες και χωρίς καθίσματα και γεμάτο με παλιοσίδερα, όντας το ίδιο ένα μάτσο παλιοσίδερα (που όμως είναι το βασικό μέσο μετακίνησής τους στο νησί, γιατί δεν θέλουν να πετάνε τίποτα, θέλουν να μεταποιούν και να ανακυκλώνουν τα πάντα για να τα χρησιμοποιούν στο διηνεκές) και τελευταίο να δω το κεφάλι ενός αρσενικού λιονταριού πλασμένο από άμμο και πέτρα, πάνω από την πόρτα που σε οδηγεί στο εσωτερικό του σπιτιού τους, δηλαδή κατευθείαν στο μικρό κουζινάκι που δεν έχει καμία διαφορά από την αρχετυπική εικόνα της κουζίνας ενός μικρού σπιτιού σε κάποιο χωριό που ο ιδιοκτήτης του το επισκέπτεται λίγες φορές το χρόνο και γι’ αυτό δε βρίσκει νόημα στο να αγοράσει καινούρια μαχαιροπήρουνα, ούτε τον ενοχλεί που οι κατσαρόλες έχουν «αρπάξει» από το γκάζι. Μόνο που αυτό το σπίτι δεν είναι ένα τέτοιο σπίτι στο χωριό, γιατί αυτό το σπίτι, σε αυτό το ουσιαστικά ακατοίκητο χωριό, το έχουν φτιάξει με τα χέρια τους, με πέτρες και ξύλα και τζάμια και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους, που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στο χτίσιμο ενός σπιτιού, ενός σπιτιού όπου σκόπευε να ζήσει για πάντα μία ομάδα Ρώσων, που όμως αν δεν ήξερες ποιοι είναι, ακόμη και αν έβλεπες μερικούς όχι και τόσο καινούριους υπολογιστές που βρίσκονται πάνω σε ένα μικρό γωνιακό γραφείο, ίσως και να μην καταλάβαινες ποτέ ποιοι είναι και τι κάνουν, ότι κάποτε ήταν θετικοί επιστήμονες, και τώρα είναι φιλόσοφοι.
Το Πυθαγόρειο Ινστιτούτο Φιλοσοφικών Ερευνών για την Αθανασία του Ανθρώπου.
«Δεν ήρθα για εσάς στη Γαύδο», τους λέω όταν πια και οι τρεις έχουμε καθίσει γύρω από το μεγάλο στρόγγυλο τραπέζι, γιατί πράγματι δεν ήταν αυτοί η αφορμή για να πάω στη Γαύδο τις πρώτες μέρες του Μαρτίου. Δεν απάντησε, ούτε χαμογέλασε, όπως περίμενα, κανείς από τους δύο και μόνο όταν πιο επιβλητικός τύπος με πρόσωπο δαρμένο από τον ήλιο και την αλμύρα και με βλέμμα που από τη μία στιγμή στην άλλη μπορούσε να το φωτίζει και να το σκοτεινιάζει σαν να σου κάνει σκωτσέζικο ντους σηκώθηκε για να γεμίσει τις κούπες μας τσάι, μόνο τότε λοιπόν ο άλλος, που αν εξαιρέσεις τα ταλαιπωρημένα ρούχα του και τα ροζιασμένα χέρια του, είναι σαν μόλις χθες να έβγαλε το κοστούμι του, είπε «όποιος ζει στην Αθήνα, ο σκύλος πιάνει τη μυρωδιά του από χιλιόμετρα», γέλασε και γέλασα κι εγώ, κι ας με ειρωνεύτηκε, δεν πειράζει.
«Και γιατί ήρθες;», με ρώτησε. «Ήρθα για τα χημικά», τους απάντησα γιατί πράγματι για αυτό πήγα στη Γαύδο, για το περιβόητο καράβι που θα μεταφέρει μάλλον κάπου στα νότια του νησιού τα χημικά όπλα του Άσαντ από τη Συρία, για να υποβληθούν εν πλω σε υδρόλυση και μετά να χυθούν σε διεθνή χωρικά ύδατα. Μια επισφαλής διαδικασία μέσω της οποίας, σύμφωνα με οικολογικές οργανώσεις και ακαδημαϊκούς, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μολυνθεί ανεπανόρθωτα η Μεσόγειος. Για όλο αυτό οι κάτοικοι της Γαύδου ανακοίνωσαν ότι δε θα ψηφίσουν στις Ευρωεκλογές. Ναι, μπορεί να φαντάζει ως αμελητέο, αν πέντε χούφτες άνθρωποι απέχουν από τις εκλογές, δεν είναι ότι θα επηρεαστεί κιόλας σημαντικά το εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι όμως ο μόνος τρόπος που έχουν για να ακουστούν αυτές οι πέντε χούφτες άνθρωποι. Και αυτό τους είναι αρκετό.
Το τελεφερίκ που κατασκευάσαν οι Ρώσοι για να κατεβαίνουν τον γκρεμό, μέχρι την απάτητη παραλία, κάτω απο το σπίτι τους.
Ένα διαλυμένο τζιπ είναι το μέσο μετακίνησής τους στο νησί.
«Δεν είναι μόνο τα χημικά το κακό, αλλά και οι έρευνες για το φυσικό αέριο», μου λέει ο ένας σε σπαστά ελληνικά και τότε ο άλλος που ξέρει μάλλον ακόμη πιο λίγα ελληνικά, αρχίζει να μιλάει σαν να υπαγορεύει κάτι στα ρώσικα, στον συγκάτοικό του, που μεταφράζει όπως μπορεί.
«Το καλοκαίρι, ένα βράδυ που καθόμασταν έξω και πίναμε ρακή, ξαφνικά είδαμε μακριά στη θάλασσα ένα μεγάλο κόκκινο φως, σαν έκρηξη, για 10-15 δευτερόλεπτα. Αν καίγεται πολύ αέριο, έτσι φαίνεται. Τι, δεν μας πιστεύεις;». Δεν πρόλαβα να απαντήσω. Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. «Τις ξέρω τις ερωτήσεις που θες. Είναι στάνταρ οι ερωτήσεις». «Δηλαδή θα έχετε στάνταρ απαντήσεις;», ρωτάω αυτόν που μιλάει ελληνικά περιμένοντας να μου απαντήσει ο άλλος. «Μετά από 10 χρόνια, βρίσκουμε άλλες για να μη βαριόμαστε».
Η θέα από το σπίτι τους, λίγο πριν το χωριό Βατσιανά.
Δεν έχουν περάσει 10, αλλά 17 χρόνια από τότε που επτά Σοβιετικοί επιστήμονες («φυσικοί ήμασταν, στέλναμε δορυφόρους στο διάστημα, ερευνούσαμε το άτομο, τέτοια πράγματα»), ο επικεφαλής, τότε, των οποίων είχε επιζήσει από το Τσερνόμπιλ, αν και η ραδιενέργεια είχε πλημμυρίσει το σώμα του, όπως και τους περισσότερους από όσους εργάστηκαν στα συντρίμια του εργοστασίου για να καθαρίσουν την περιοχή. Οι συγκεκριμένοι επτά αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους μία διαλυμένη πατρίδα που συμπαρέσυρε σε διάλυση και ολόκληρη την κοσμοθεωρία τους, που μέχρι τότε είχε την επιστήμη στο βάθρο της απόλυτης, αν όχι της μόνης, δύναμης που μπορεί να στείλει τον άνθρωπο δυο βήματα πιο πέρα, και μετά άλλα δύο, και μετά άλλα δύο. Στη Γαύδο έφτασαν, γιατί όπως λένε σήμερα, αυτή η θεώρηση των πραγμάτων δεν τους ήταν πια αρκετή. Σήμερα τους φαίνεται ακόμη πιο «λίγη» από τότε. «Η επιστήμη είναι περισσότερο θρησκεία και από τις θρησκείες. Και που μας έχει πάει αυτό; Υπάρχουν τόσα λάθη της επιστήμης που ο κόσμος τα πιστεύει ως σωστά».
Δεν άργησαν να αναπτύξουν δεσμούς με την τοπική κοινωνία, γιατί αν και τα σενάρια για το τι κρύβεται πίσω από το «κοινόβιο» των Ρώσων υφαίνονταν το ένα μετά το άλλο (φημολογείται, μάλιστα, ότι έχει ασχοληθεί μαζί τους μέχρι και η ΕΥΠ και ότι κάποια στιγμή έπεσε στο τραπέζι η ιδέα της απέλασής τους, γιατί δεν είχαν, ούτε έχουν, χαρτιά), οι ίδιοι οι Ρώσοι φρόντιζαν από την πρώτη στιγμή να προσφέρουν εργασία είτε αφιλοκερδώς είτε σε επίπεδο ανταλλακτικής οικονομίας – δούλευαν σε χωράφια, βοηθούσαν τους κατοίκους να μεταφέρουν τα πράγματα που έφερνε το πλοιάριο στο νησί, έχτιζαν σπίτια, πέτρα πάνω στην πέτρα. Όπως ακριβώς έχτισαν και το δικό τους σπίτι σε μία τοποθεσία με θέα που σε αφήνει άλαλο, σε ένα οικόπεδο που τους παραχώρησε ο παπάς. Όπως έχτισαν και κάτω από τη γη ένα χώρο («ένα πυρηνικό καταφύγιο, ίδιο με το σπίτι τους, με κρεβάτια και προμήθειες», όπως μου είπε κάποιος στο νησί…), μέσα στο οποίο μπαίνουν από μία τρύπα που αν δεν ξέρεις που να την ψάξεις, αποκλείεται ποτέ να τη βρεις, και να κάθονται στον μεγάλο, πεντάγωνο πάγκο, να συναθροίζονται, να φιλοσοφούν. Με όρους «δυτικής οικονομίας», που τόσο αποστρέφονται, αυτός ο υπόγειος χώρος είναι μάλλον το HQ του Πυθαγόρειου Ινστιτούτου Φιλοσοφικών Ερευνών για την Αθανασία του Ανθρώπου.
Μεταξύ άλλων, στο μανιφέστο του ινστιτούτου λένε πράγματα σαν κι αυτό: «Ο μοναδικός και αποκλειστικός προορισμός και εσωτερική επιθυμία του ανθρώπου είναι η επίτευξη της αθανασίας. Ο τρόπος να επιτευχθεί μια τέτοια κατάσταση είναι αμιγώς ανθρωπιστικός, και σε καμία περίπτωση, δια μέσου κοινωνικών και φυσικών επιστημών. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να επιτευχθεί πριν αγγίξουμε το κρίσιμο σημείο εξάντλησης των πόρων της Γης. Είμαστε πεπεισμένοι ότι αυτό το επίπεδο ήθους και ηθικής στο οποίο οι αρχαίοι Έλληνες συνεισέφεραν, μπορεί να εφαρμοστεί πριν προσεγγίσουμε αυτό το κρίσιμο σημείο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η στιγμή πλησιάζει όλο και περισσότερο. Για παράδειγμα, παρουσιάστηκε η δυνατότητα μια μικρή ομάδα ειδικών να μπορεί να κατασκευάσει μια βόμβα που θα καταστρέψει ολόκληρο τον πλανήτη. Στις μέρες μας, ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη Γη σαν ένα σύνολο και είναι ικανός να φανταστεί όλες τις συνιστώσες του σε ισορροπία. Εμείς, όπως οι θεοί και οι άνθρωποι στην Αρχαία Έλλάδα, στοχεύουμε στη δημιουργία μιας σταθερής κατάστασης του κόσμου. Επιθυμούμε να εντοπίσουμε και να διευλευκάνουμε τα πραγματικά εμπόδια και να αντιμετωπίσουμε τις διάφορες ενστάσεις απέναντι στο εγχείρημά μας, ειδικά εκείνες που είναι παράλογα έντονες και μεροληπτικές και οι οποίες αντιπροσωπεύουν τα εγωιστικά συμφέροντα μερικών ομάδων. Όλες οι επιμέρους ενστάσεις έχουν την εξής ιδιαιτερότητα· είναι απαγορευμένο να συζητάμε για ή να αναφερόμαστε σε αυτές».
Γιατί ήθελαν να χτίσουν ένα ναό του Απόλλωνα;
Από κοντά, πριν καν συστηθούμε, όταν τους έκανα την πιο απλή ερώτηση απ’ όλες, πως γίνεται δηλαδή άνθρωποι της επιστήμης και της λογικής να μιλούν για αθανασία του ανθρώπου, μου τα είπαν κάπως πιο απλά, ακριβώς γιατί δε μπορούσαν να μεταφέρουν στον προφορικό τους λόγο τα παραπάνω άπταιστα ελληνικά.
«Με συγχωρείς αλλά ο άνθρωπος είναι λέρα. Δεν του φτάνει τίποτα, θέλει μόνο να αρπάζει, να έχει όλο και περισσότερα. Είναι μόνος του και κυνηγάει. Η δική μας απασχόληση, λοιπόν, είναι να ψάχνουμε να βρούμε ένα δρόμο προς κάτι άλλο. Είναι τεράστιο θέμα. Η φιλοσοφία γεννήθηκε στη χώρα που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Δεν ξέρω αν προσβάλλουμε με αυτά που λέμε, αλλά Έλληνας με ταυτότητα και Έλληνας στην ουσία, δε συμπίπτουν. Ο Πυθαγόρας, όμως, που ήταν Έλληνας, ήταν ο πιο σπουδαίος φιλόσοφος. Εμείς, λοιπόν, ερευνώντας όλο αυτό λέμε ότι η Ελλάδα είναι πατρίδα της φιλοσοφίας. Και ήρθαμε εδώ θέλοντας να σμίξουμε με τους κληρονόμους αυτής της σκέψης».
Ήταν ένα σχέδιο εξαρχής δύσκολο, γιατί ήταν ακριβώς αυτές οι αναζητήσεις που τους κρατούσαν σε απόσταση από τους υπόλοιπους, ακόμη και από αυτούς με τους οποίους είχαν (και έχουν ακόμη) πιο στενές συναναστροφές. Όχι γιατί οι υπόλοιποι, «οι κληρονόμοι αυτής της σκέψης», όπως λένε, δε φιλοσοφούν, αλλά γιατί το κάνουν με ένα πιο λαϊκό, πρωτόλειο τρόπο (και αυτό δεν το λέω για κακό), σε ένα επίπεδο που δεν έχει χώρο για αμφισβήτηση των θείων ούτε για όσους πιστεύουν, ούτε για όσους λένε ότι δεν πιστεύουν μόνο και μόνο γιατί ρίχνουν κάθε μέρα χριστοπαναγίες, σε ένα επίπεδο που σχεδόν κανείς δεν έχει όρεξη να ασχοληθεί με θεωρίες όπως ότι δεν ισχύει ο νόμος του Νεύτωνα («Τόσοι αιώνες πέρασαν και μέχρι τώρα δεν έχει βρεθεί πραγματική απόδειξη ότι ο νόμος του Νεύτωνα ισχύει. Όλα τα πειράματα είναι φτιαγμένα έτσι για να καταλήγουν σε απόδειξη. Κι εσύ στο σχολείο μαθαίνεις ότι λειτουργεί, το θυμάσαι και το πιστεύεις για μια ζωή. Σαν τη θρησκεία») ή ότι οι Αμερικανοί δεν πάτησαν ποτέ τους στο φεγγάρι («Όλοι οι επιστήμονες, από τους πιο χαζούς μέχρι τους πιο ανώτερους, ξέρουν ότι οι Αμερικανοί δεν ήταν στο φεγγάρι. Όμως δισεκατομμύρια άνθρωποι πιστεύουν ότι πήγαν και περπάτησαν εκεί. Αφού λοιπόν πήγαν το 1960, τώρα που είναι 2014 γιατί δεν έχουν ξαναπάει;»), να κάνει δηλαδή τέτοια άλματα λογικής (που, αν με ρωτάς, καταλήγουν στο κενό), τέτοιες ακραίες υπερβάσεις χωρίς εμφανές έρεισμα στην πραγματικότητά τους, γιατί είναι σαν να έχουν κλείσει με το κεφάλαιο «ακραίες υπερβάσεις», άπαξ και πήραν την απόφαση να ζήσουν εδώ. Έκαναν την υπέρβασή τους και τώρα μπορεί να τους είναι αρκετή απλά μία βόλτα ανάμεσα στα δέντρα, μακριά από την τηλεόραση.
Η μικρή κουζίνα του σπιτιού τους.
Αν δεν υπήρχαν μερικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τίποτα δε θα μαρτυρούσε ότι εδώ ζουν άνθρωποι που έχουν σχέση με την τεχνολογία.
Ήταν ένα σχέδιο που τελικά απέτυχε, όταν αποφάσισαν να χτίσουν ένα ναό του Απόλλωνα, όχι γιατί δηλώνουν δωδεκαθεϊστές (δεν πιστεύουν σε κανέναν θεό και σε όλους μαζί, αν κρίνω από όσα μου είπαν και από όσα λένε στις διαλέξεις τους που αναρτούν online) αλλά με σκοπό να τον χρησιμοποιήσουν ως ένα ακόμη μέσο για την ανάδειξη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ως πηγή του Ευρωπαϊκού, όπως ανέφεραν το 2011 και στην ανοιχτή επιστολή τους προς τον δήμαρχο, για να εισπράξουν μία άρνηση τόσο από εκείνον όσο και από την εκκλησία, που μου φαίνεται λίγο δύσκολο να τους φάνηκε τόσο απρόσμενη όσο μου την περιγράφουν σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια μετά, με την πικρία κάποιων που δε θέλουν να δώσουν πια μεγάλη αξία σε αυτούς που τους πίκραναν.
«Αντιδράσανε με βλαμμένο τρόπο. Είχε γίνει χαμός, μας έλεγαν “πως τολμάτε, είναι χριστιανικός ο χώρος” και τέτοια. Πως μεγαλώνει ένα παραμύθι στον κόσμο, ε; Ένας ακούει κάτι από δω, το λέει σε άλλον, μετά το ακούει άλλος και ξαφνικά, γίναμε οι “απόστρατοι του Τσερνόμπυλ που φτιάχνουν ναό του Απόλλωνα”. Αυτή είναι πια η ιστορία για εμάς».
«Δε θα τον χτίσετε ποτέ δηλαδή;» λέω και στους δύο ενώ με τα μάτια μου τους δείχνω τη μακέτα του ναού που τόση ώρα βλέπω στο πιο ψηλό ράφι της ξύλινης βιβλιοθήκης τους και σκέφτομαι ότι αν κατασκεύασαν μία καρέκλα στην Τρυπητή τόσο μεγάλη θέλοντας, φαντάζομαι, να κάνουν ένα δικό τους, σχεδόν εικαστικό σχόλιο πάνω στην ιδέα της ανθρώπινης ύπαρξης, πως θα διαχειρίζονταν τις διαστάσεις ενός ολόκληρου ναού. «Τώρα, πάει. Νάτος ο ναός!» μου λένε και τα βλέμματά μας συναντιώνται στους μικροσκοπικούς κίονες.
Η επιγραφή που τοποθέτησαν έξω από το σπίτι τους.
Κανείς δεν ξέρει πόσοι από τους επτά πρώτους Ρώσους, πόσοι πέρα από τον Αλεξέι Γιούζγκιν και τον Αλέξανδρο Γιούντιν, παραμένουν σήμερα στη Γαύδο. Κάποιοι έφυγαν και ξαναγύρισαν, κάποιοι άλλοι έφυγαν οριστικά μετά το «Ναός-gate» με προορισμό τη Βενεζουέλα. Η καθημερινότητα όσων έχουν απομείνει, πάντως, συνεχίζεται περίπου όπως ξεκίνησε, έστω και αν οι σχέσεις τους με τους ντόπιους δε θα επιστρέψουν ποτέ στα «προ-Απόλλωνα» φιλικά επίπεδα, έστω και αν αυτοί που τους αναζητούν περισσότερο είναι κάποιοι από τους σκηνίτες της Γαύδου, σαν τον Βασίλη που έφυγε από το Λονδίνο και μένει σε μια καβάτζα στο Λαβρακά γιατί «στη Γαύδο υπάρχει πολύς χώρος για σκέψη, για να ισορροπήσεις», που ήταν μέσα στο σπίτι τους πριν φτάσω εγώ και ακούει με προσοχή, ακόμη και όταν τον κρίνουν.
«Έρχονται παιδιά με λεφτά, με πτυχία, είναι τυπικά δείγματα σύγχρονου ανθρώπου. Και τι κάνουν εδώ; Αλήθεια τίποτα. Μένουν σε σκηνές στις παραλίες. Και σ’ ένα χρόνο τους πιάνει αρρώστια ή βλακεία και τους τραβάνε πίσω στο σπίτι οι γονείς. Είναι λυπηρό. Λένε ότι θέλουν να έρθουν πιο κοντά στη φύση. Τι θα πει αυτό; Είναι ο άνθρωπος μακριά από τη φύση; Στο σάλιο μου δεν έχει φύση; Στα μαλλιά μου; Στα κύτταρα; Εμείς οι ίδιοι είμαστε φύση. Πως λοιπόν να πάω πιο κοντά;»
«Επιτέλους, συμφωνούμε σε κάτι», τους λέω, γιατί τόσες ώρες δεν τους είπα ότι αυτά που μου λένε μου ακούγονται κουζουλά, όπως θα έλεγαν και στην Κρήτη. Ίσως γιατί εγώ δεν είμαι φιλόσοφος και δεν ξεκίνησα από την άλλη άκρη του κόσμου για να πάω στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, να χτίζω εκεί σπίτια, να αφαλατώνω θαλασσινό νερό και μετά να το ζεσταίνω με αυτοσχέδιους ηλιακούς συλλέκτες, να κατασκευάζω μηχανήματα που χρησιμοποιούν ως καύσιμο την τσικουδιά για να κάνουν ηλεκτροκόλληση («Το δείξαμε εδώ στους ανθρώπους. Ένα μηχάνημα που μετατρέπει την τσικουδιά σε πλάσμα. Που να σου εξηγώ τώρα, θέλω πέντε ώρες τουλάχιστον»), να ξεκινήσω την κατασκευή ενός ναού του Απόλλωνα και όταν οι κάτοικοι μου απαγορεύσουν να το κάνω, να τη σταματήσω εκεί που την είχα ξεκινήσει, για να την ξεκινήσω κάπου αλλού και τελικά να χτίσω τον ναό μέσα στο δάσος, κάτι που αρκετοί κάτοικοι το έχουν μάθει αλλά ελάχιστοι έχουν πάει να τον δουν με τα μάτια τους και οι διηγήσεις τους στους υπόλοιπους που δεν τον έχουν δει, δεν είναι ακριβώς ότι δεν τους πείθουν, αλλά ότι οι υπόλοιποι αποφασίζουν να μην πεισθούν (ακόμη κι αν έχουν δει έστω από μακριά μία περίεργη στέγη να προεξέχει πάνω από τους κέδρους και τα πεύκα) γιατί ίσως να μη θέλουν να συνειδητοποιήσουν ότι οι Ρώσοι τους αγνόησαν τελικά, και έκαναν αυτό που ήθελαν – απλώς δεν το διατυμπανίζουν.
Εγώ, λοιπόν, που δεν είμαι φιλόσοφος, προσπαθώ απλώς να πιστεύω ότι ο κόσμος που ζούμε σήμερα, ακόμη κι αν δεν είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να υπάρξει μέχρι σήμερα, είναι καλύτερος από αυτόν που υπήρχε χθες. Για να μπορώ, έτσι, να πιστεύω ότι ο κόσμος που θα έρθει αύριο θα είναι καλύτερος από τον σημερινό. Γιατί για μένα αυτό είναι το νόημα.
«Κάνεις λάθος, δεν υπάρχει νόημα», μου λένε. Και τότε τι κάνουμε όλοι εδώ; Όχι στο νοτιότερο σημείο της Ελλάδας. Όχι στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Τι κάνουμε όλοι εδώ γενικώς.
Αυτό σκεφτόμουν όταν η μπουκαπόρτα του πλοίου σηκωνόταν και η Γαύδος έμενε πίσω μου.
Αυτό σκεφτόμουν όταν επέστρεφα στην πραγματικότητα.
popaganda.gr
[1] , [2] , [3] , [4]
1 σχόλιο:
αρες μαρες κουκουναρες
Δημοσίευση σχολίου