Μια μέρα στην Κατοχή, εντελώς αναίτια, μια γερμανική περίπολος έπιασε τον παππού μου κι άλλους αγωγιάτες, καμιά δεκαπενταριά στο σύνολο και τους έκλεισε σ’ ένα σχολείο. Ολημερίς αναρωτιόνταν όλοι το γιατί. Ψυχανεμίζονταν πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα, αλλά δεν θέλαν κιόλας να το πιστέψουν ότι θα πάνε σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
Το βράδυ έμαθαν από τον παπά -που πήγε να τους καθησυχάσει και να τους μεταλάβει- ότι τους είχαν για εκτέλεση ως αντίποινα για μια πράξη δολιοφθοράς που έκαναν οι αντάρτες κοντά στο χωριό.
Πήγε κι ένας προύχοντας μαζί, τάχα για να πείσει τους κατακτητές ότι δεν έφταιγαν σε τίποτα οι κρατούμενοι, και τους κρατούμενους ότι θα κάνει τα πάντα για να τους απελευθερώσει.
Τα μέτρα ασφαλείας δεν ήταν δρακόντεια, γι’ αυτό και αρκετές οι αποδράσεις...
Ο παππούς μου -μη φανταστείς καμιά αντιστασιακή μορφή, ένα απλό ανθρωπάκι ήταν- κι ένας άλλος, προσπάθησαν να πείσουν τους υπόλοιπους, ότι το καλύτερο θα ήταν να προσπαθήσουν να το σκάσουν.
Κάποιοι φοβήθηκαν μην τους πιάσουν και τους σκοτώσουν, άλλοι αντέτειναν πως αν τυχόν αποδράσουν θα υποστούν συνέπειες οι δικοί τους, κάποιοι άλλοι είχαν την ελπίδα ότι θα γλιτώσουν τελικά με την παρέμβαση του άρχοντα, του Θεού ή δεν ξέρω ποιου άλλου, κάποιοι τέλος, έμειναν να κλαίνε τη μοίρα τους.
Με τα πολλά, αφού άκρη δεν έβρισκαν, ο παππούς μου κι ο άλλος, σκαρφάλωσαν σ’ ένα παράθυρο ψηλό κι έπεσαν στον παρακείμενο γκρεμό και, να μην τα πολυλογώ, τη σκαπουλάρισαν.
Κατά την πτώση του, ο παππούς έσπασε το ένα πόδι κι από τότε κούτσαινε, αλλά, τέλος πάντων, την γλίτωσε.
Ο άλλος, μάλιστα, δεν έπαθε τίποτα, παρά μόνο κάτι γρατσουνιές.
Όλοι οι υπόλοιποι, εκτελέστηκαν το πρωί με συνοπτικές διαδικασίες.
Αν το σκηνικό αντί για ένα 24ωρο κρατούσε έξι χρόνια, δεσμώτες θα ήταν ακόμα όλοι τους κι ακόμα θα το συζητούσαν.
Περιμένοντας κάθε πρωί ν’ ανοίξει η πόρτα, και, ή να τους ελευθερώσει κάποιος, ή να τους εκτελέσει.
Αν και το πιθανότερο είναι ότι θα πέθαιναν εκεί παρατημένοι στα δεσμά τους, ξεχασμένοι από όλους.
ο νοών νοείτω...
Σ.Α.Μ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου